Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. (читать хорошую книгу полностью .txt) 📗
Ένας φτωχός ανθρωπάκος με τη γυναίκα του πήγανε στο πανηγύρι του χωριού (один бедняк: «бедный человечек» с женой пошли на деревенское гулянье; πηγαίνω; το πανηγύρι; το χωριό). Εκεί είχαν και ένα ελικόπτερο που έκανε ασκήσεις στον αέρα (там был и вертолет, который делал трюки: «упражнения» в воздухе; έχω; κάνω; η άσκηση; ο αέρας), γύριζε ανάποδα (переворачивался верх дном; γυρίζω – кружиться, вращаться; поворачиваться), έπαιρνε απότομες στροφές (делал: «брал» крутые повороты; παίρνω; η στροφή – вращение; поворот) και ήταν πολύ εντυπωσιακό (и производил большое впечатление: «был очень эффектным»; είμαι). Ο τύπος ήθελε λοιπόν να μπει στο ελικόπτερο (человек хотел, в общем, сесть в вертолет; θέλω; μπαίνω – входить; влезать, забираться) αλλά η γυναίκα του δεν τον άφηνε γιατί το εισιτήριο ήταν 50 ευρώ (но жена его не пускала, потому что билет был 50 евро; αφήνω):
– Μα βρε γυναίκα, δεν βλέπεις τί ωραίο που είναι (но жена, не видишь, как это здорово); Πού θα το ξαναζήσουμε αυτό (где мы еще такое попробуем: «переживем»; ζω – жить, существовать; проживать);
– Ναι, αλλά 50 ευρώ είναι 50 ευρώ (да, но 50 евро это 50 евро).
Τον επόμενο χρόνο, ξανά τα ίδια (на следующий год, то же самое; ο χρόνος). Ο τύπος ήθελε να μπει στο ελικόπτερο αλλά η γυναίκα του επέμενε ότι 50 ευρώ είναι 50 ευρώ (мужчина хотел покататься на вертолете, но его жена настаивала, что 50 евро это 50 евро; επιμένω). Αφού γινόταν αυτό για μερικά χρόνια (так как происходило это /уже/ несколько лет; γίνομαι – становиться; происходить), κάποια χρονιά ο πιλότος του ελικοπτέρου τον λυπήθηκε τον φίλο μας (один год пилот вертолета пожалел нашего друга; λυπάμαι). Οπότε του είπε οτι θα τον αφήσει αυτόν και την γυναίκα του να μπουν στο ελικόπτερο τζάμπα (поэтому сказал ему, что разрешит ему и его жене сесть в вертолет даром; λέω; αφήνω – пускать; разрешить /сделать что-л./) με τον όρο ότι δεν θα μιλήσουν και δεν θα φωνάξουν καθόλου (при условии, что они не будут говорит и не будут кричать; ο όρος; μιλάω; φωνάζω) όσο θα διαρκέσει η πτήση (пока будет длится полет; διαρκώ). Μπαίνουν λοιπόν και αρχίζει ο πιλότος μια να ανεβαίνει, μια να κατεβαίνει (итак, садятся они, и начинает пилот то подниматься, то опускаться), να γυρίζει ανάποδα και να κάνει ό,τι τρέλα μπορείς να φανταστείς (поворачивается верх дном и делает все безумства, какие можешь себе представить; φαντάζομαι). Ο τύπος και η γυναίκα του δεν έβγαλαν ούτε άχνα (человек и его жена не издали не звука; βγαζω – снимать; извлекать; η άχνα – пар; δεν βγάζω άχνα – не проронить ни звука). Ο πιλότος προσπαθεί περισσότερο για να τους εντυπωσιάσει (пилот старается еще больше, чтобы их впечатлить; εντυπωσιάζω), αλλά πάλι δεν ακούει τίποτα (но снова не слышит ничего). Αφού τελειώνει η πτήση και προσγειώνονται (как только закончился полет и они приземлились), γυριζει ο πιλότος και λέει στον τύπο (поворачивается пилот и говорит мужчине):
– Ρε φίλε, με ξαφνιάζεις (ну, друг, ты меня удивляешь). Τόσες τούμπες στον αέρα και δεν μίλησες καθόλου (столько кувырков в воздухе, и ты не сказал ничего; μιλάω)!
– Σκέφτηκα να πω κάτι όταν έπεσε η γυναίκα μου (я собирался сказать что-то, когда выпала моя жена; σκέφτομαι – думать, размышлять; собираться, намереваться; πέφτω), αλλά 50 ευρώ είναι 50 ευρώ!
Ένας φτωχός ανθρωπάκος με τη γυναίκα του πήγανε στο πανηγύρι του χωριού. Εκεί είχαν και ένα ελικόπτερο που έκανε ασκήσεις στον αέρα, γύριζε ανάποδα, έπαιρνε απότομες στροφές και ήταν πολύ εντυπωσιακό. Ο τύπος ήθελε λοιπόν να μπει στο ελικόπτερο αλλά η γυναίκα του δεν τον άφηνε γιατί το εισιτήριο ήταν 50 ευρώ:
– Μα βρε γυναίκα, δεν βλέπεις τί ωραίο που είναι; Πού θα το ξαναζήσουμε αυτό;
– Ναι, αλλά 50 ευρώ είναι 50 ευρώ.
Τον επόμενο χρόνο, ξανά τα ίδια. Ο τύπος ήθελε να μπει στο ελικόπτερο αλλά η γυναίκα του επέμενε ότι 50 ευρώ είναι 50 ευρώ. Αφού γινόταν αυτό για μερικά χρόνια, κάποια χρονιά ο πιλότος του ελικοπτέρου τον λυπήθηκε τον φίλο μας. Οπότε του είπε οτι θα τον αφήσει αυτόν και την γυναίκα του να μπουν στο ελικόπτερο τζάμπα με τον όρο ότι δεν θα μιλήσουν και δεν θα φωνάξουν καθόλου όσο θα διαρκέσει η πτήση. Μπαίνουν λοιπόν και αρχίζει ο πιλότος μια να ανεβαίνει, μια να κατεβαίνει, να γυρίζει ανάποδα και να κάνει ό,τι τρέλα μπορείς να φανταστείς. Ο τύπος και η γυναίκα του δεν έβγαλαν ούτε άχνα. Ο πιλότος προσπαθεί περισσότερο για να τους εντυπωσιάσει, αλλά πάλι δεν ακούει τίποτα. Αφού τελειώνει η πτήση και προσγειώνονται, γυριζει ο πιλότος και λέει στον τύπο:
– Ρε φίλε, με ξαφνιάζεις. Τόσες τούμπες στον αέρα και δεν μίλησες καθόλου!
– Σκέφτηκα να πω κάτι όταν έπεσε η γυναίκα μου, αλλά 50 ευρώ είναι 50 ευρώ!
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, φοιτητές, πηγαίνουν για προφορικές εξετάσεις (Йорикас и Костикас, студенты, идут на устный экзамен; ο φοιτητής; η εξέταση – испытание, проверка; экзамен).
Ο Γιωρίκας που ήταν πιο έξυπνος, μπαίνει πρώτος (Йорикас, который был умнее, заходит первым). Τον ρωτάει ο καθηγητής (его спрашивает преподаватель):
– Ποιος νικήθηκε στο Βατερλό (кто-был побежден = проиграл в Ватерлоо; νικώ);
– Ο Ναπολέων Βοναπάρτης (Наполеон Бонапарт).
– Πότε έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης (когда произошло падение Константинополя; γίνομαι);
– Το 1453.
– Υπάρχει ζωή στον Άρη (есть ли жизнь на Марсе; ο Άρης);
– Οι επιστήμονες το μελετούν (ученые это исследуют; ο επιστήμονας; μελετώ).
Βγαίνοντας ο Γιωρίκας ψυθιρίζει στον Κωστίκα (выйдя, Йорикас шепчет Костикасу; βγαίνω):
– «Ναπολέων Βοναπάρτης, 1453, Οι επιστήμονες το μελετούν (Наполеон Бонапарт, 1453, ученые это исследуют)».
Μόλις μπαίνει ο Κωστίκας τον ρωτάει ο καθηγητής (как только заходит Костикас, его спрашивает преподаватель):
– Πώς λέγεσαι παιδί μου (как тебя зовут);
– Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε γεννήθηκες (когда ты родился; γεννιέμαι);
– Το 1453.
– Καλά τρελός είσαι (да ты сумасшедший);
– Οι επιστήμονες το μελετούν (ученые это исследуют).
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, φοιτητές, πηγαίνουν για προφορικές εξετάσεις.
Ο Γιωρίκας που ήταν πιο έξυπνος, μπαίνει πρώτος. Τον ρωτάει ο καθηγητής:
– Ποιος νικήθηκε στο Βατερλό;
– Ο Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης;
– Το 1453.
– Υπάρχει ζωή στον Αρη;
– Οι επιστήμονες το μελετούν.
Βγαίνοντας ο Γιωρίκας ψυθιρίζει στον Κωστίκα:
– «Ναπολέων Βοναπάρτης, 1453, Οι επιστήμονες το μελετούν».
Μόλις μπαίνει ο Κωστίκας τον ρωτάει ο καθηγητής:
– Πώς λέγεσαι παιδί μου;
– Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε γεννήθηκες;
– Το 1453.
– Καλά τρελός είσαι;
– Οι επιστήμονες το μελετούν.
Πάει ένας άνθρωπος στο γιατρό και του λέει (идет человек к врачу и говорит ему; ο γιατρός):
– Δεν μπορώ να αναπνεύσω (не могу вдохнуть; αναπνέω – дышать; сделать вдох, вдохнуть). Κάποιες φορές νιώθω να πνίγομαι (иногда чувствую, что задыхаюсь; η φορά). Σαν να μην μπορώ να αναπνεύσω τον αέρα (как будто не могу входнуть воздух; ο αέρας).
– Πάρε το βάζο, λέει ο γιατρός (бери вазу, говорит врач; παίρνω). Βγάλε τα λουλούδια και βάλε το κεφάλι σου μέσα (вытащи цветы и засунь голову внутрь; βγάζω – снимать /одежду/; вытаскивать, извлекать; βάζω – класть, ставить; помещать).