Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. (читать хорошую книгу полностью .txt) 📗
Μιλάγαν δύο παππούδες (говорят два деда; μιλάω; ο παππούς):
– Άσε ρε φίλε, τι έχω πάθει (э, слышишь, друг, что со мной: «что я перенес»; αφήνω – пускать; оставлять, покидать; παθαίνω – терпеть, выносить). Όλο ξεχνάω τελευταία (все забываю последнее время; τελευταία – недавно; последнее время). Κάτι δεν πάει καθόλου καλά μαζί μου (что-то совсем не ладно со мной).
– Α, και εγώ το είχα (а, и у меня было то же /самое/; έχω), αλλά πήγα σε έναν γιατρό (но сходил к одному врачу; πηγαίνω) και με έκανε περδίκι (и он меня поставил на ноги: «сделал куропаткой»; κάνω; το περδίκι – куропатка; είμαι περδίκι – я здоров). Μιλάμε φοβερός γιατρός (действительно сильный: «страшный» врач)!
– Αλήθεια (правда); Πώς τον λένε, να πάω και εγώ (как его зовут, и я пойду; λέω; πηγαίνω);
– Πώς τον λένε, πώς τον λένε (как его зовут)… Θυμάσαι έναν πόλεμο που είχε γίνει παλιά (помнишь одну войну, которая была давно; ο πόλεμος; γίνομαι);
– Ποιόν λες, τον πρώτο παγκόσμιο (про какую говоришь, про Первую мировую);
– Όχι, πιό παλιά (нет, еще раньше).
– Την επανάσταση του 1821 (восстание 1821 года);
– Όχι, ακόμα πιο παλιά (нет, еще раньше). Στην αρχαία Ελλάδα (в Древней Греции)…
– Τον Πελοποννησιακό (Пелопоннесская);
– Όχι μωρέ (да нет же; μωρέ = ρε – разговорное, не всегда вежливое обращение, аналогичное «эй, ты», чаще всего на русский не переводится)… Έναν που είχε γίνει για μία γυναίκα (та, что случилась из-за женщины; γίνομαι);
– Α, τον Τρωικό λες (а, про Троянскую говоришь)!
– Αμ, μπράβο (вот, молодец)! Πώς την λέγαν την γυναίκα αυτή (как ее звали, эту женщину; λέω);
– Ωραία Ελένη (прекрасная Елена).
Γυρνάει και φωνάζει ο παππούς (поворачивается дед и кричит; γυρίζω – кружиться, вращаться; поворачиваться):
– Ελένη; Ρε θύμησέ μου (Елена, слушай, напомни мне; θυμίζω)… Πώς τον λέγανε τον γιατρό που πήγαμε (как там звали врача, к которому мы ходили);
Μιλάγαν δύο παππούδες:
– Άσε ρε φίλε, τι έχω πάθει. Όλο ξεχνάω τελευταία. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά μαζί μου.
– Α, και εγώ το είχα, αλλά πήγα σε έναν γιατρό και με έκανε περδίκι. Μιλάμε φοβερός γιατρός!
– Αλήθεια; Πώς τον λένε, να πάω και εγώ;
– Πώς τον λένε, πώς τον λένε… Θυμάσαι έναν πόλεμο που είχε γίνει παλιά;
– Ποιόν λες, τον πρώτο παγκόσμιο;
– Όχι, πιό παλιά.
– Την επανάσταση του 1821;
– Όχι, ακόμα πιο παλιά. Στην αρχαία Ελλάδα…
– Τον Πελοποννησιακό;
– Όχι μωρέ… Έναν που είχε γίνει για μία γυναίκα;
– Α, τον Τρωικό λες!
– Αμ, μπράβο! Πώς την λέγαν την γυναίκα αυτή;
– Ωραία Ελένη.
Γυρνάει και φωνάζει ο παππούς:
– Ελένη; Ρε θύμησέ μου… Πώς τον λέγανε τον γιατρό που πήγαμε;
Πάει κάποιος στην αστυνομία και λέει (идет один человек в полицию и говорит; πηγαίνω; η αστυνομία):
– «Η γυναίκα μου αγνοείται (моя жена пропала; αγνοώ – не знать; αγνοούμαι – пропадать). Είναι ψηλή, όμορφη, αδύνατη και ξανθιά (высокая, красивая, стройная и блондинка).»
Ο αστυνόμος ζητάει την φωτογραφία της (полицейский просит ее фотографию), την κοιτάζει και λέει (смотрит на нее и говорит):
– «Μα κύριε, αυτή είναι κοντή, χοντρή και άσχημη (но, господин, эта – невысокая, толстая и некрасивая)!»
– «Το ξέρω», απαντάει ο σύζυγος (знаю, отвечает супруг). «Σκέφτηκα μήπως μου βρίσκατε καμία καλύτερη (думал, может, найдете мне получше; σκέφτομαι; βρίσκω)…»
Πάει κάποιος στην αστυνομία και λέει:
– «Η γυναίκα μου αγνοείται. Είναι ψηλή, όμορφη, αδύνατη και ξανθιά.»
Ο αστυνόμος ζητάει την φωτογραφία της, την κοιτάζει και λέει:
– «Μα κύριε, αυτή είναι κοντή, χοντρή και άσχημη!»
– «Το ξέρω», απαντάει ο σύζυγος. «Σκέφτηκα μήπως μου βρίσκατε καμία καλύτερη…»
Ενας δικηγόρος και μια ξανθιά κάθονται δίπλα δίπλα στο τρένο από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη (адвокат и блондинка сидят рядом в поезде из Афин в Салоники; κάθομαι). Ο δικηγόρος τη ρωτάει αν θα ήθελε να παίξουν ένα παιχνίδι για να περάσει η ώρα (адвокат ее спрашивает, хотела бы она сыграть в игру, чтобы провести время; θέλω; παίζω; περνάω – переходить; проходить /о времени/; η ώρα – час; время). «Θα κάνουμε ερωτήσεις ο ένας στον άλλο (мы будем задавать друг другу вопросы; η ερώτηση)», της λέει (говорит ей), «και όποιος δεν ξέρει την απάντηση (и /тот/, кто не знает ответа), θα δίνει στον άλλο κάποια χρήματα (заплатит другому сколько-то денег; δίνω – давать; платить)».
H ξανθιά αρνείται και ο δικηγόρος αλλάζει την προσφορά του (блондинка отказывается, и адвокат меняет свое предложение; αρνούμαι – отвергать; отказываться): «Αν δεν ξέρεις εσύ την απάντηση (если не знаешь ты ответа), θα μου δώσεις 5 ευρώ (заплатишь мне 5 евро; δίνω). Αν δεν την ξέρω εγώ, θα σου δώσω 500 ευρώ (если его не буду знать я, то заплачу тебе 500)». Η ξανθιά συμφωνεί και ο δικηγόρος ξεκινά (блондинка соглашается, и адвокат начинает): «Ποια είναι η απόσταση μεταξύ της γης και της σελήνης (какое расстояние между землей и луной; η γη; η σελήνη);». Η ξανθιά, χωρίς κουβέντα, ανοίγει το πορτοφόλι της και του δίνει 5 ευρώ (блондинка без разговоров открывает свой кошелек и дает ему 5 евро). Τώρα είναι η σειρά της (теперь ее очередь). «Τι είναι αυτό που ανεβαίνει το βουνό με τρία πόδια και το κατεβαίνει με τέσσερα;» τον ρωτάει (что это такое, что поднимается на гору на трех ногах и спускается на четырех, спрашивает его).
Ο δικηγόρος την κοιτάζει απορημένος (адвокат смотрит на нее с недоумением; απορώ). Ανοίγει το λάπτοπ του και ψάχνει όλα τα αρχεία (открывает свой ноутбук и ищет по всем документам), στέλνει e-mail σε όλους τους φίλους του (посылает электронные письма /англ./ всем своим друзьям) αλλά απάντηση δεν βρίσκει (но ответа не находит). Υστερα από ώρα προσπάθειας (после часа попыток; η προσπάθεια), ανοίγει το πορτοφόλι του και δίνει στην ξανθιά 500 ευρώ (открывает свой бумажник и дает блондинке 500 евро). Εκείνη τα παίρνει και γυρίζει στο πλάι να κοιμηθεί (она берет /деньги/ и поворачивается на бок, чтобы спать; κοιμάμαι). Ο δικηγόρος εκνευρισμένος, τη ρωτάει (раздраженный адвокат ее спрашивает; εκνευρίζομαι): «Λοιπόν, τι είναι αυτό που ανεβαίνει το βουνό με τρία πόδια και το κατεβαίνει με τέσσερα (ну, и что это, что поднимается на гору на трех ногах и спускается на четырех);»
Η ξανθιά τον ξανακοιτάει (блондинка смотрит на него опять; κοιτάζω) και, χωρίς κουβέντα, ανοίγει το πορτοφόλι της (и без разговоров открывает свой кошелек), του ξαναδίνει 5 ευρώ και γυρίζει από την άλλη (снова дает ему 5 евро и поворачивается на другую /сторону/).
Ενας δικηγόρος και μια ξανθιά κάθονται δίπλα δίπλα στο τρένο από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη. Ο δικηγόρος τη ρωτάει αν θα ήθελε να παίξουν ένα παιχνίδι για να περάσει η ώρα. «Θα κάνουμε ερωτήσεις ο ένας στον άλλο», της λέει, «και όποιος δεν ξέρει την απάντηση, θα δίνει στον άλλο κάποια χρήματα».
H ξανθιά αρνείται και ο δικηγόρος αλλάζει την προσφορά του: «Αν δεν ξέρεις εσύ την απάντηση, θα μου δώσεις 5 ευρώ. Αν δεν την ξέρω εγώ, θα σου δώσω 500 ευρώ». Η ξανθιά συμφωνεί και ο δικηγόρος ξεκινά: «Ποια είναι η απόσταση μεταξύ της γης και της σελήνης;». Η ξανθιά, χωρίς κουβέντα, ανοίγει το πορτοφόλι της και του δίνει 5 ευρώ. Τώρα είναι η σειρά της. «Τι είναι αυτό που ανεβαίνει το βουνό με τρία πόδια και το κατεβαίνει με τέσσερα;» τον ρωτάει.
Ο δικηγόρος την κοιτάζει απορημένος. Ανοίγει το λάπτοπ του και ψάχνει όλα τα αρχεία, στέλνει e-mail σε όλους τους φίλους του αλλά απάντηση δεν βρίσκει. Υστερα από ώρα προσπάθειας, ανοίγει το πορτοφόλι του και δίνει στην ξανθιά 500 ευρώ. Εκείνη τα παίρνει και γυρίζει στο πλάι να κοιμηθεί. Ο δικηγόρος εκνευρισμένος, τη ρωτάει: «Λοιπόν, τι είναι αυτό που ανεβαίνει το βουνό με τρία πόδια και το κατεβαίνει με τέσσερα;»
Η ξανθιά τον ξανακοιτάει και, χωρίς κουβέντα, ανοίγει το πορτοφόλι της, του ξαναδίνει 5 ευρώ και γυρίζει από την άλλη.