Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. (читать хорошую книгу полностью .txt) 📗
Τότε ο καταστηματάρχης του δείχνει μια τέλεια Πόρσε (тогда владелец предприятия показывает ему безупречный порше; το κατάστημα – магазин; предприятие; δείχνω).
– «Πόσο κοστίζει;» ρωτάει αυτός (сколько стоит, спрашивает тот).
– «Κοστίζει 200.000€.»
– «Μα εγώ έχω μόνο 199.999€ (но у меня только: «но я имею только»).»
– Συγνώμη κύριε αλλά πρέπει να μας δώσετε όλα τα λεφτά (извините, господин, но вы должны нам заплатить полную сумму: «все деньги»; δίνω – давать; платить) άμα θέλετε το αυτοκίνητο (если желаете /приобрести/ автомобить; άμα – как только, когда; если).
– «Καλά», λέει και βγαίνει στον δρόμο (хорошо, говорит и выходит на улицу; ο δρόμος – дорога, путь; улица). Βρίσκει έναν περαστικό πόντιο τον Γιωρίκα και τον ρωτάει (находит = встречает там проходившего мимо понтийца Йорикаса и спрашивает его):
– «Έχετε 1€ να πάρω μια Πόρσε (у вас есть 1€, чтобы я купил: «взял» порше; παίρνω);» Και ο Γιωρίκας του απαντά (а Йорикас ему отвечает):
– «Ορίστε πάρε 2€ και πάρε μου και εμένα μια (вот, держи 2€ и возьми и мне один; παίρνω)!
Ένας λεφτάς πάει σε μια αυτοκινητοβιομηχανία που πουλούσε μόνο Πόρσε. Πάει και ρωτάει τον πωλητή:
– «Γεια σας θέλω να αγοράσω μια Πόρσε καλή»
Τότε ο καταστηματάρχης του δείχνει μια τέλεια Πόρσε.
– «Πόσο κοστίζει;» ρωτάει αυτός.
– «Κοστίζει 200.000€.»
– «Μα εγώ έχω μόνο 199.999€.»
Συγνώμη κύριε αλλά πρέπει να μας δώσετε όλα τα λεφτά άμα θέλετε το αυτοκίνητο.
– «Καλά», λέει και βγαίνει στον δρόμο. Βρίσκει έναν περαστικό πόντιο τον Γιωρίκα και τον ρωτάει:
– «Έχετε 1€ να πάρω μια Πόρσε;» Και ο Γιωρίκας του απαντά:
– «Ορίστε πάρε 2€ και πάρε μου και εμένα μια!
Στον Κατακλυσμό, ο Νώε, έχει συγκεντρώσει ένα ζευγάρι από όλα τα είδη των ζώων (во /время/ Всемирного потопа Ной собрал по паре от всех видов животных; ο κατακλυσμός – потоп, наводнение; συγκεντρώνω; το είδος; το ζώο).
Ανάμεσά τους, είναι κι ένα βατραχάκι (среди них есть = был и лягушонок; ο βάτραχος – лягушка; -άκι – уменьш. суффикс) που τον έχει ζαλίσει στις ερωτήσεις (которая замучила его вопросами; ζαλίζω – вызывать головокружение; утомлять, докучать; η ερώτηση).
Μια μέρα, έρχεται το βατραχάκι και ρωτάει το Nώε (однажды приходит лягушоноки спрашивает Ноя):
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα (Но-о-о-ой, что будем е-е-е-есть сего-о-одня; τρώω);
– Πατάτες! του απαντάει ο Νώε (картошку, ей отвечает Ной).
Την επόμενη μέρα (на следующий день)…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα (Ной, что будем есть сегодня);
– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε (картошку, ей отвечает опять Ной).
Την τρίτη μέρα (на третий день)…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες!
Την τέταρτη μέρα (на четвертый день)…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Σήμερα, απαντάει εκνευρισμένος ο Νώε (сегодня, отвечает рассерженно: «раздраженный» Ной), θα φάμε ένα πράσινο ζωάκι με μεγάλο στόμα (будем есть зеленую зверюшку с большим ртом; το ζώο – животное; -άκι – уменьш. суффикс)!
Και το βατραχάκι, σουφρώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το στόμα του (а лягушка, сморщив как только могла свой рот; σουφρώνω):
– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι (а-а-а, бедного крокодильчика; ο κροκόδειλος)!
Στον Κατακλυσμό, ο Νώε, έχει συγκεντρώσει ένα ζευγάρι από όλα τα είδη των ζώων.
Ανάμεσά τους, είναι κι ένα βατραχάκι που τον έχει ζαλίσει στις ερωτήσεις.
Μια μέρα, έρχεται το βατραχάκι και ρωτάει το Nώε:
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες! του απαντάει ο Νώε.
Την επόμενη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε.
Την τρίτη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες!
Την τέταρτη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Σήμερα, απαντάει εκνευρισμένος ο Νώε, θα φάμε ένα πράσινο ζωάκι με μεγάλο στόμα!
Και το βατραχάκι, σουφρώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το στόμα του:
– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι!
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο (понтиец идет в киоск). Ρωτάει τον περιπτερά (спрашивает продавца киоска; ο περιπτεράς):
– «Αγγλικά ξέρεις (английский знаешь);»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς (нет, отвечает продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει (ладно, говорит понтиец и уходит). Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει (идет в другой и снова спрашивает; ρωτάω; ξανα– – /прист./ снова, опять):
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς (нет, говорит и тот продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά (наконец, после того, как он обошел много киосков; γυρίζω – кружиться, вращаться; прогуливаться), πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο (идет в последний киоск; πηγαίνω). Το ίδιο πάλι (то же самое снова).
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι,» λέει ο περιπτεράς (да, отвечает продавец)! Και λέει ο Πόντιος (тогда понтиец говорит).
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro (э, подай: «принеси» мне тогда Marlboro; φέρνω)!»
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο. Ρωτάει τον περιπτερά:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά, πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο. Το ίδιο πάλι.
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι λέει ο περιπτεράς!» Και λέει ο Πόντιος.
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro!»
Η δασκάλα στο μαθητή (учительница – ученику; ο μαθητής):
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου (почему ты не стараешься исправить свой почерк: «свои буквы»?; φτιάχνω – делать, изготовлять; поправлять, приводить в порядок; το γράμμα);
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός (потому что, когда вырасту, хочу стать врачом; άμα – как только; когда; μεγαλώνω – выращивать, воспитывать; расти, вырастать; μεγάλος – большой; взрослый; γίνομαι)!
Η δασκάλα στο μαθητή:
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου;
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός!
Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες (назови нам: «знаешь, чтобы нам сказать» два местоимения?; ξέρω; λέω – сказать)
Ποιος; εγώ (кто? я?);
Μπράβο παιδί μου (молодец: «браво, ребенок мой»).
Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες;
Ποιος; εγώ;
Μπράβο παιδί μου.
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη (учитель спрашивает в классе; ρωτάω):
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου (если у меня будет: «если имею» 20 яблок в руках), και πάρω άλλα 30 τι θα έχω (и возьму еще 30, что будет у меня; παίρνω);
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε (очень большие руки; ο κύριος – господин)!
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη:
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου, και πάρω άλλα 30 τι θα έχω;
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε!