Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. (читать хорошую книгу полностью .txt) 📗
Χτυπάει ο ταχυδρόμος το κουδούνι στο σπίτι του Τοτού (звонит почтальон в дверь дома Тотоса; χτυπάω το κουδούνι – звонить в дверь; το κουδούνι – звонок, колокольчик; χτυπάω – бить, стучать) και ανοίγει ο Τοτός, κρατώντας μια μπύρα και καπνίζοντας ένα πούρο (и открывает Тотос, держа /в руках/ пиво и куря сигару). Ακολουθεί ο εξής διάλογος (следует такой диалог):
– Είναι εδώ η μαμά σου (твоя мама здесь?);
– Τρελός είσαι (с ума сошел?);
Χτυπάει ο ταχυδρόμος το κουδούνι στο σπίτι του Τοτού και ανοίγει ο Τοτός, κρατώντας μια μπύρα και καπνίζοντας ένα πούρο. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
– Είναι εδώ η μαμά σου;
– Τρελός είσαι;
Ο Τοτός τηλεφωνεί στην αστυνομία (Тотос звонит в полицию):
– Τρέξτε γρήγορα (приезжайте скорее; τρέχω – бежать; приезжать), ο πατέρας μου εδώ και μια ώρα παίζει ξύλο με έναν γείτονα (мой отец здесь уже час дерется с соседом; παίζω ξύλο; παίζω – играть; το ξύλο – палка)!
– Και γιατί δεν μας ειδοποίησες νωρίτερα (почему не оповестил нас раньше; ειδοποιώ);
– Γιατί μέχρι τώρα νικούσε ο πατέρας μου (потому что до сих пор побеждал мой отец; νικάω)!
Ο Τοτός τηλεφωνεί στην αστυνομία:
– Τρέξτε γρήγορα, ο πατέρας μου εδώ και μια ώρα παίζει ξύλο με έναν γείτονα!
– Και γιατί δεν μας ειδοποίησες νωρίτερα;
– Γιατί μέχρι τώρα νικούσε ο πατέρας μου!
Ο Τοτός λέει στη μητέρα του (Тотос говорит своей матери):
– Μαμά, αυτή η καμήλα δεν μοιάζει με τη θεία μου (мама, разве этот верблюд не похож на мою тетю; μοιάζω με κτ.);
– Τοτέ, αυτό που λες δεν είναι καθόλου ευγενικό (Тотос, то, что ты говоришь, совсем не вежливо; λέω)!
– Γιατί, μήπως καταλαβαίνει η καμήλα τι λέω (почему, может быть = разве, понимает верблюд, что я говорю?);
Ο Τοτός λέει στη μητέρα του:
– Μαμά, αυτή η καμήλα δεν μοιάζει με τη θεία μου;
– Τοτέ, αυτό που λες δεν είναι καθόλου ευγενικό!
– Γιατί, μήπως καταλαβαίνει η καμήλα τι λέω;
Μεταξύ γονιών (между родителями):
– Τι λες, πάμε τον Τοτό στο τσίρκο (что скажешь, отведем Тотоса в цирк; πηγαίνω – ходить; отводить /кого-л. куда-л./);
– Γιατί; Όποιος θέλει να τον δει να έρθει εδώ (Зачем? Кто хочет его видеть, пусть приходит сюда; βλέπω; έρχομαι)!
Μεταξύ γονιών:
– Τι λες, πάμε τον Τοτό στο τσίρκο;
– Γιατί; Όποιος θέλει να τον δει να έρθει εδώ!
Ο Τοτός καθότανε στο σαλόνι και έπαιζε με τα αυτοκινητάκια του (Тотос сидел в гостиной и играл со своими машинками; κάθομαι; παίζω; το αυτοκίνητο – машина; το αυτοκινητάκι – машинка; -άκι – уменьшит. суффикс), μέχρι που μπήκε ο μπαμπάς του και του λέει (до тех пор, пока не вошел его папа и говорит = сказал ему; μπαίνω):
– Τοτό, διάβασες (Тотос, ты выучил /уроки/; διαβάζω – читать; учить);
– Ναι μπαμπά (да, папа).
– Και τι έχετε για αύριο (и что вам задано: «вы имеете» на завтра);
– Γεωγραφία (география).
– Ωραία, τότε να σε εξετάσω (прекрасно, тогда я тебя проверю; ωραίος – красивый; отличный; εξετάζω – испытывать, обследовать; экзаменовать). Πού βρίσκεται η Αγγλία, παιδί μου (где находится Англия, детка; βρίσκομαι);
– Στην σελίδα 34, μπαμπά (на странице 34, папа)!
Ο Τοτός καθότανε στο σαλόνι και έπαιζε με τα αυτοκινητάκια του, μέχρι που μπήκε ο μπαμπάς του και του λέει:
– Τοτό, διάβασες;
– Ναι μπαμπά.
– Και τι έχετε για αύριο;
– Γεωγραφία.
– Ωραία, τότε να σε εξετάσω. Πού βρίσκεται η Αγγλία, παιδί μου;
– Στην σελίδα 34, μπαμπά!
Ο μικρός Τοτός επιστρέφει απ' το σχολείο και ανακοινώνει περιχαρής στους γονείς του (маленький Тотос возвращается из школы и объявляет радостно родителям) πως του έδωσαν ρόλο στο θεατρικό έργο που θα ανεβάσει η τάξη του (что ему дали роль в театральной пьесе, которую ставит его класс; δίνω; το έργο – дело; пьеса, произведение; ανεβάζω – поднимать, повышать; ставить /пьесу/; η τάξη – порядок; класс).
– Και τι ρόλο σου δώσανε, γιε μου; ρωτάει η μαμά (и что за роль тебе дали, сын мой; δίνω; ο γιός)…
– Παίζω έναν τύπο ο οποίος είναι είκοσι χρόνια παντρεμένος (играю одного человека, который двадцать лет женат; ο τύπος).
– Μπράβο, γιε μου, σχολιάζει ο πατέρας (молодец, сынок, комментирует отец). Να δεις που αν είσαι καλός ηθοποιός (вот увидишь, если будешь хорошим актером; βλέπω) σε λίγο καιρό θα σου δώσουν και ομιλούντα ρόλο (скоро: «через малое время» тебе дадут и роль со словами; ο ρόλος).
Ο μικρός Τοτός επιστρέφει απ' το σχολείο και ανακοινώνει περιχαρής στους γονείς του πως του έδωσαν ρόλο στο θεατρικό έργο που θα ανεβάσει η τάξη του.
– Και τι ρόλο σου δώσανε, γιε μου; ρωτάει η μαμά…
– Παίζω έναν τύπο ο οποίος είναι είκοσι χρόνια παντρεμένος.
– Μπράβο, γιε μου, σχολιάζει ο πατέρας. Να δεις που αν είσαι καλός ηθοποιός σε λίγο καιρό θα σου δώσουν και ομιλούντα ρόλο.
Ο Τοτός κάνει δυνατά την προσευχή του (Тотос читает: «делает» громко молитву; δυνατά – сильно, крепко; громко):
– Θεούλη μου, κάνε ο παππούς μου να μου φέρει ποδήλατο για τα γενέθλιά μου (Боженька мой, сделай так, чтобы дедушка мне подарил: «принес» велосипед на день рожденья; φέρνω).
Κι ο μπαμπάς του που τον ακούει τον ρωτάει (и отец, услышав: «который его слышит», спрашивает его):
– Γιατί φωνάζεις παιδί μου, ο Θεός δεν είναι κουφός (зачем ты кричишь, дитя мое, Бог не глухой).
– Ναι, αλλά ο παππούς που είναι στο κάτω όροφο είναι (так, но дедушка, который на первом: «нижнем» этаже, глухой: «является»; ο όροφος).
Ο Τοτός κάνει δυνατά την προσευχή του:
– Θεούλη μου, κάνε ο παππούς μου να μου φέρει ποδήλατο για τα γενέθλιά μου.
Κι ο μπαμπάς του που τον ακούει τον ρωτάει:
– Γιατί φωνάζεις παιδί μου, ο Θεός δεν είναι κουφός.
– Ναι, αλλά ο παππούς που είναι στο κάτω όροφο είναι.
Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του (Тотос спрашивает свою мать):
– Τι ωραίο φόρεμα (какое красивое платье)! Ο μπαμπάς σου το χάρισε (папа тебе подарил; χαρίζω);
– Όχι βέβαια (конечно, нет)! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα (если б я ждала от этого скряги и никчемного, и тебя бы не имела; περιμένω; ο τσιγκούνης)!
Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του:
– Τι ωραίο φόρεμα! Ο μπαμπάς σου το χάρισε;
– Όχι βέβαια! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα!
Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό (один фокусник работал на круизном корабле, который плавал: «путешествовал» в Тихом океане; δουλεύω; ταξιδεύω; ο Ειρηνικός Ωκεανός). Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα (его публика менялась каждую неделю; αλλάζω) κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα (и таким образом маг делал = показывал всегда одни и те же трюки; κάνω). Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα (единственной проблемой было то, что шоу смотрел: «следил» и попугай капитана каждую неделю; παρακολουθώ – следить, наблюдать; посещать) και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος (и в конце концов он узнал, как делал все свои трюки маг; μαθαίνω – учить; узнавать).