Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книги серии онлайн .TXT) 📗
Και περιερχόταν γύρω τα χωριά διδάσκοντας. 7 Και προσκαλεί τους δώδεκα και άρχισε να τους αποστέλλει δύο-δύο, και τους έδινε εξουσία στα πνεύματα τα ακάθαρτα 8 και τους παράγγειλε να μην παίρνουν τίποτα στο δρόμο παρά μόνο ραβδί, μήτε άρτο, μήτε σακίδιο, μήτε χαλκό στη ζώνη, 9 «αλλά να έχετε δεμένα κάτω από τα πόδια σας σανδάλια και να μην ντυθείτε δύο πουκάμισα». 10 Και τους έλεγε: «Όπου εισέλθετε σε οικία, εκεί μένετε, ωσότου εξέλθετε για να φύγετε από εκεί. 11 Και όποιος τόπος δε σας δεχτεί μήτε σας ακούσουν, όταν βγαίνετε από εκεί, τινάξτε μακριά το χώμα που είναι κάτω από τα πόδια σας ως μαρτυρία σ’ αυτούς». 12 Και εκείνοι, όταν εξήλθαν, κήρυξαν να μετανοούν, 13 και έβγαζαν πολλά δαιμόνια, και άλειφαν με λάδι πολλούς αρρώστους και τους θεράπευαν.
14 Και άκουσε ο βασιλιάς Ηρώδης, γιατί έγινε φανερό το όνομά του. Και έλεγαν ότι ο Ιωάννης που βαφτίζει έχει εγερθεί από τους νεκρούς και γι’ αυτό ενεργούν οι θαυματουργικές δυνάμεις μέσω αυτού. 15 Άλλοι όμως έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας. Και άλλοι έλεγαν ότι είναι προφήτης όπως ένας από τους προφήτες. 16 Όταν το άκουσε λοιπόν ο Ηρώδης έλεγε: «Αυτός που εγώ αποκεφάλισα, ο Ιωάννης, αυτός εγέρθηκε». 17 Γιατί ο ίδιος ο Ηρώδης, αφού απέστειλε στρατιώτες, κράτησε τον Ιωάννη και τον έδεσε μέσα στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του Φιλίππου του αδελφού του, επειδή την νυμφεύτηκε. 18 Γιατί έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδη: «Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου». 19 Και η Ηρωδιάδα το κρατούσε μέσα της εναντίον του και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε. 20 Γιατί ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, επειδή ήξερε πως αυτός είναι άντρας δίκαιος και άγιος, και τον συντηρούσε· και όταν κάποτε τον άκουσε, απορούσε πολύ, αλλά τον άκουγε ευχάριστα. 21 Και ήρθε η κατάλληλη ημέρα για την Ηρωδιάδα όταν ο Ηρώδης στα γενέθλιά του έκανε δείπνο στους μεγιστάνες του και στους χιλίαρχους και στους πρώτους της Γαλιλαίας. 22 Και αφού εισήλθε η θυγατέρα αυτής της Ηρωδιάδας και χόρεψε, άρεσε στον Ηρώδη και σ’ αυτούς που κάθονταν μαζί, για να φάνε. Είπε τότε ο βασιλιάς στο κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι κι αν θέλεις και θα σου το δώσω». 23 Και της ορκίστηκε πολλά: «Ό,τι κι αν μου ζητήσεις θα σου το δώσω, έως το μισό του βασιλείου μου». 24 Και αυτή εξήλθε και είπε στη μητέρα της: «Τι να ζητήσω;» Εκείνη απάντησε: «Το κεφάλι του Ιωάννη που βαφτίζει». 25 Και το κορίτσι εισήλθε ευθύς βιαστικά προς το βασιλιά και ζήτησε λέγοντας: «Θέλω τώρα αμέσως να μου δώσεις πάνω σε ένα πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». 26 Και παρόλο που έγινε περίλυπος ο βασιλιάς, εξαιτίας των όρκων και εξαιτίας των ξαπλωμένων για να φάνε, δε θέλησε να αθετήσει το λόγο του σ’ αυτήν. 27 Και ευθύς απέστειλε ο βασιλιάς ένα δήμιο και διέταξε να φέρουν το κεφάλι του. Και εκείνος πήγε και τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή 28 και έφερε το κεφάλι του πάνω σε ένα πιάτο και το έδωσε στο κορίτσι, και το κορίτσι το έδωσε στη μητέρα της. 29 Και όταν το άκουσαν οι μαθητές του, ήρθαν και σήκωσαν το πτώμα του και το έθεσαν σ’ ένα μνήμα.
30 Και συνάζονται οι απόστολοι κοντά στον Ιησού και του ανάγγειλαν όλα όσα έκαναν και όσα δίδαξαν. 31 Και τους λέει: «Ελάτε εσείς οι ίδιοι ιδιαιτέρως σε έρημο τόπο και αναπαυτείτε λίγο». Γιατί ήταν πολλοί αυτοί που πηγαινοέρχονταν, και ούτε να φάνε δεν ευκαιρούσαν. 32 Και έφυγαν με το πλοίο σε έρημο τόπο ιδιαιτέρως. 33 Και τους είδαν να πηγαίνουν και τους αναγνώρισαν πολλοί, και μαζί έτρεξαν εκεί πεζή από όλες τις πόλεις, και ήρθαν πριν από αυτούς. 34 Και όταν εξήλθε, είδε πολύ πλήθος και τους σπλαχνίστηκε, γιατί ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα, και άρχισε να τους διδάσκει πολλά. 35 Και όταν ήδη είχε περάσει πολλή ώρα, αφού τον πλησίασαν οι μαθητές του, έλεγαν: «Ο τόπος είναι έρημος και ήδη πολλή ώρα έχει περάσει. 36 Απόλυσέ τους, για να πάνε στους γύρω αγρούς και στα χωριά και να αγοράσουν για τους εαυτούς τους κάτι να φάνε». 37 Εκείνος αποκρίθηκε και τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Και του λένε: «Να φύγουμε και να αγοράσουμε άρτους αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσουμε να φάνε;» 38 Εκείνος τους απαντάει: «Πόσους άρτους έχετε; Πηγαίνετε να δείτε». Και αφού το έμαθαν, του λένε: «Πέντε, και δύο ψάρια». 39 Και τους διέταξε να ξαπλώσουν όλοι ομάδες ομάδες πάνω στο χλωρό χορτάρι. 40 Και ξάπλωσαν παρέες παρέες από εκατό και από πενήντα άτομα. 41 Και αφού έλαβε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, σήκωσε πάνω το βλέμμα στον ουρανό, ευλόγησε το Θεό και κατέκοψε τους άρτους με τα χέρια και τα έδινε στους μαθητές του, για να τα παραθέσουν σ’ αυτούς· και τα δύο ψάρια τα μοίρασε σε όλους. 42 Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, 43 και σήκωσαν δώδεκα κοφίνια γεμάτα από κομμάτια, και από τα ψάρια. 44 Και αυτοί που έφαγαν τους άρτους ήταν πέντε χιλιάδες άντρες.
45 Και ευθύς ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να πάνε πριν από αυτόν στην όχθη αντίπερα, στη Βηθσαϊδά, ωσότου αυτός να απολύσει το πλήθος. 46 Και αφού τους αποχαιρέτησε, έφυγε στο όρος για να προσευχηθεί. 47 Και όταν βράδιασε, ήταν το πλοίο στο μέσο της λίμνης και αυτός μόνος του στην ξηρά. 48 Και όταν τους είδε να βασανίζονται, ενώ κωπηλατούσαν, γιατί ήταν ο άνεμος ενάντιος σε αυτούς, έρχεται προς αυτούς κατά τα ξημερώματα περπατώντας πάνω στη λίμνη και ήθελε να τους προσπεράσει. 49 Εκείνοι, επειδή τον είδαν πάνω στη λίμνη να περπατάει, νόμισαν ότι είναι φάντασμα και έκραξαν δυνατά. 50 Γιατί όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Εκείνος ευθύς μίλησε μαζί τους και τους λέει: «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβάστε». 51 Και ανέβηκε κοντά τους στο πλοίο και κόπασε ο άνεμος· και πολύ περισσότερο μέσα τους έμεναν εκστατικοί. 52 Γιατί δεν είχαν καταλάβει ό,τι έγινε με τους άρτους, αλλά ήταν η καρδιά τους πωρωμένη.
53 Και αφού διαπέρασαν τη λίμνη, ήρθαν στην ξηρά, στη Γεννησαρέτ, και προσορμίστηκαν. 54 Και όταν αυτοί εξήλθαν από το πλοίο, ευθύς μόλις οι άνθρωποι τον αναγνώρισαν, 55 έτρεξαν γύρω σ’ όλη την περιοχή εκείνη και άρχισαν να μεταφέρουν πάνω στα κρεβάτια εκείνους που ήταν σε κακή κατάσταση, εκεί όπου άκουγαν ότι βρίσκεται. 56 Και όπου και αν έμπαινε, σε χωριά ή σε πόλεις ή σε αγρούς, έθεταν στις αγορές τούς ασθενείς και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν έστω και το κράσπεδο του ρούχου του. Και όσοι τον άγγιξαν σώζονταν.
Κεφάλαιον 7
1 Και συνάζονται κοντά του οι Φαρισαίοι και μερικοί από τους γραμματείς που ήρθαν από τα Ιεροσόλυμα. 2 Και όταν είδαν μερικούς από τους μαθητές του ότι με ακάθαρτα χέρια, τουτέστι άνιφτα, τρώνε τους άρτους 3 – γιατί οι Φαρισαίοι και όλοι οι Ιουδαίοι αν δε νίψουν τα χέρια με πυγμή, δεν τρώνε, κρατώντας την παράδοση των πρεσβυτέρων· 4 και γυρνώντας από την αγορά, αν δε λουστούν, δεν τρώνε. Και άλλα πολλά είναι που παράλαβαν να κρατούν, πλύσεις ποτηριών και σκευών και χάλκινων αντικειμένων και κρεβατιών – 5 τότε τον ρωτούν οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς: «Γιατί δεν περπατούν οι μαθητές σου κατά την παράδοση των πρεσβυτέρων, αλλά με ακάθαρτα χέρια τρώνε τον άρτο;» 6 Εκείνος τους είπε: «Καλά προφήτεψε ο Ησαΐας για σας τους υποκριτές, όπως είναι γραμμένο: Αυτός ο λαός με τα χείλη με τιμά, αλλά η καρδιά τους απέχει μακριά από εμένα. 7 Και μάταια με σέβονται, διδάσκοντας διδασκαλίες, που είναι εντολές ανθρώπων. 8 Αφήσατε την εντολή του Θεού και κρατάτε την παράδοση των ανθρώπων». 9 Και τους έλεγε: «Καλώς αθετείτε την εντολή του Θεού, για να στήσετε την παράδοσή σας. 10 Γιατί ο Μωυσής είπε: Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, και, Όποιος κακολογεί πατέρα ή μητέρα οπωσδήποτε να θανατώνεται. 11 Εσείς όμως λέτε: “Αν ένας άνθρωπος πει στον πατέρα του ή στη μητέρα του: ‘Κορβάν’ – που σημαίνει δώρο – ‘στο ναό δίνω ό,τι είχες από εμένα να ωφεληθείς’ ”, 12 δεν τον αφήνετε πια τίποτα να κάνει στον πατέρα του ή στη μητέρα του, 13 ακυρώνοντας το λόγο του Θεού για τη δική σας παράδοση που παραδώσατε. Και παρόμοια τέτοια πολλά κάνετε». 14 Και αφού προσκάλεσε πάλι το πλήθος, τους έλεγε: «Ακούστε με όλοι και καταλάβετε: 15 Τίποτα δεν υπάρχει έξω από τον άνθρωπο που μπαίνει σ’ αυτόν, το οποίο δύναται να τον κάνει ακάθαρτο. Αλλά εκείνα που βγαίνουν από τον άνθρωπο είναι που κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο. 16 [Αν κάποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.]» 17 Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο μακριά από το πλήθος, τον ρωτούσαν οι μαθητές του για την παραβολή. 18 Και τους λέει, δηλώνοντας καθαρά όλα τα φαγητά: «Έτσι κι εσείς είστε ασύνετοι; Δε νοείτε ότι καθετί που απέξω μπαίνει στον άνθρωπο δε δύναται να τον κάνει ακάθαρτο, 19 γιατί δεν μπαίνει στην καρδιά του αλλά στην κοιλιά, και βγαίνει στο αποχωρητήριο;» 20 Έλεγε μάλιστα: «Ό,τι βγαίνει από τον άνθρωπο, εκείνο κάνει ακάθαρτο τον άνθρωπο. 21 Γιατί μέσα από την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν οι διαλογισμοί οι κακοί, πορνείες, κλοπές, φόνοι, 22 μοιχείες, πλεονεξίες, κακίες, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός κακός, βλαστήμια, υπερηφάνεια, αφροσύνη. 23 Όλα αυτά τα κακά βγαίνουν από μέσα και κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο».