Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) - Автор неизвестен (серия книг TXT) 📗
37 Και μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε· και μη καταδικάζετε, και δεν θα καταδικαστείτε· συγχωρείτε, και θα συγχωρηθείτε. 38 Δίνετε, και θα σας δοθεί· καλό μέτρο, πιεσμένο, και συγκαθισμένο και υπερξεχειλιζόμενο θα δώσουν στον κόρφο σας· επειδή, με το ίδιο μέτρο με το οποίο μετράτε, θα αντιμετρηθεί σε σας. 39 Είπε, μάλιστα, σ' αυτούς μια παραβολή: Μήπως μπορεί ένας τυφλός να οδηγεί έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο; 40 Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον δάσκαλό του· καθένας δε τελειοποιημένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του. 41 Και γιατί βλέπεις το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι τού αδελφού σου, το δοκάρι, όμως, στο ίδιο σου το μάτι δεν το παρατηρείς; 42 Ή, πώς μπορείς να λες στον αδελφό σου: Αδελφέ, άφησε να βγάλω το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι σου, ενώ εσύ δεν βλέπεις το δοκάρι, που είναι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι, και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το ξυλαράκι που είναι στο μάτι τού αδελφού σου.
43 Επειδή, δεν υπάρχει καλό δέντρο, που να κάνει άχρηστο καρπό· ούτε άχρηστον δέντρο που να κάνει καλόν καρπό. 44 Δεδομένου ότι, κάθε δέντρο γνωρίζεται από τον καρπό του· επειδή, δεν μαζεύουν από αγκάθια σύκα ούτε τρυγούν από βάτο σταφύλια. 45 Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει το αγαθό από τον αγαθό θησαυρό τής καρδιάς του· και ο κακός άνθρωπος βγάζει το κακό από τον κακό θησαυρό τής καρδιάς του· επειδή, από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα του.
46 Γιατί με αποκαλείτε: Κύριε, Κύριε, και δεν κάνετε όσα λέω; 47 Καθένας που έρχεται σε μένα, και ακούει τα λόγια μου, και τα κάνει, θα σας δείξω με ποιον είναι όμοιος· 48 είναι όμοιος με άνθρωπον, που κτίζει ένα σπίτι, ο οποίος έσκαψε και βάθυνε, και έβαλε θεμέλιο επάνω στην πέτρα· και όταν έγινε πλημμύρα, ο ποταμός έπεσε με ορμή επάνω σ' αυτό το σπίτι, και δεν μπόρεσε να το σαλεύσει· επειδή, ήταν θεμελιωμένο επάνω στην πέτρα. 49 Όποιος, όμως, ακούσει και δεν κάνει, είναι όμοιος με άνθρωπον, που έκτισε το σπίτι επάνω στη γη χωρίς θεμέλιο· στο οποίο ο ποταμός έπεσε επάνω του με ορμή, κι αμέσως κατέρρευσε, και η κατάρρευση του σπιτιού εκείνου υπήρξε μεγάλη.
Κεφάλαιον 7
1 ΚΑΙ αφού τελείωσε όλα τα λόγια του στις ακοές τού λαού, μπήκε μέσα στην Καπερναούμ. 2 Ο δε δούλος κάποιου εκατόνταρχου, που ήταν σ' αυτόν πολύτιμος, βρισκόμεννος σε κακή κατάσταση επρόκειτο να πεθάνει. 3 Και ακούγοντας για τον Ιησού, έστειλε σ' αυτόν μερικούς πρεσβύτερους των Ιουδαίων, παρακαλώντας τον νάρθει να διασώσει τον δούλο του. 4 Και εκείνοι που ήρθαν στον Ιησού, τον παρακαλούσαν επίμονα, λέγοντας ότι: Είναι άξιος εκείνος στον οποίο θα το κάνεις αυτό· 5 επειδή, αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μας την έκτισε. 6 Και ο Ιησούς πορευόταν μαζί τους. Και ενώ απείχε ήδη όχι μακριά από το σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε μερικούς φίλους, λέγοντάς του: Κύριε, να μη ενοχλείσαι· επειδή, δεν είμαι άξιος να μπεις μέσα, κάτω από τη στέγη μου· 7 γι' αυτό, ούτε τον εαυτό μου δεν έκρινα άξιο νάρθω σε σένα· αλλά, πες έναν λόγο, και ο δούλος μου θα γιατρευτεί. 8 Επειδή, κι εγώ είμαι άνθρωπος υποκείμενος σε εξουσία, έχοντας υπό τις διαταγές μου στρατιώτες· και λέω σε τούτον: Πήγαινε, και πηγαίνει· και στον άλλον: Έλα, και έρχεται· και στον δούλο μου: Κάνε τούτο, και το κάνει. 9 Και ακούγοντας αυτά ο Ιησούς, τον θαύμασε, και καθώς στράφηκε στο πλήθος που τον ακολουθούσε, είπε: Σας λέω: Ούτε μέσα στον Ισραήλ δεν βρήκα μια τόσο μεγάλη πίστη. 10 Και καθώς οι απεσταλμένοι γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον ασθενή δούλο να υγιαίνει.
11 Και την επόμενη ημέρα, ο Ιησούς πορευόταν σε μια πόλη που ονομαζόταν Ναϊν· και συμπορεύονταν μαζί του αρκετοί από τους μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος. 12 Και καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλης, να! φερόταν έξω ένας νεκρός, ένας μονογενής γιος τής μητέρας του, κι αυτή ήταν χήρα· και ένα μεγάλο πλήθος από την πόλη ήταν μαζί της. 13 Και όταν την είδε ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε, και της είπε: Μη κλαις. 14 Και πλησιάζοντας άγγιξε το νεκροκρέβατο· και εκείνοι που το βάσταζαν στάθηκαν, και είπε: Νεανίσκε, σε σένα λέω, σήκω επάνω. 15 Και ο νεκρός ανακάθησε, και άρχισε να μιλάει· και τον έδωσε στη μητέρα του. 16 Και φόβος κατέλαβε όλους, και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι: Ένας μεγάλος προφήτης έχει σηκωθεί ανάμεσά μας, και ότι: Ο Θεός επισκέφθηκε τον λαό του. 17 Και η φήμη αυτή γι' αυτόν διαδόθηκε σε όλη την Ιουδαία, και σε όλα τα περίχωρα.
18 Και ανήγγειλαν στον Ιωάννη οι μαθητές του για όλα αυτά. 19 Και ο Ιωάννης, αφού προσκάλεσε δύο, κάποιους, από μαθητές του, έστειλε στον Ιησού, λέγοντας: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; 20 Και αφού οι άνθρωποι ήρθαν σ' αυτόν, είπαν: Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς έστειλε σε σένα, λέγοντας: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; 21 Και κατά την ώρα εκείνη θεράπευσε πολλούς από αρρώστιες και βασανιστικές παθήσεις, και από πονηρά πνεύματα, και σε πολλούς τυφλούς χάρισε το φως για να βλέπουν. 22 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Πηγαίνετε και αναγγείλατε στον Ιωάννη όσα είδατε και ακούσατε, ότι: Τυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούν τα χαρμόσυνα νέα· 23 και μακάριος είναι όποιος με μένα δεν σκανδαλιστεί. 24 Και αφού οι απεσταλμένοι τού Ιωάννη αναχώρησαν, άρχισε να λέει στα πλήθη για τον Ιωάννη: Τι βγήκατε στην έρημο να δείτε; Ένα καλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο; 25 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν άνθρωπο ντυμένον με απαλά ιμάτια; Δέστε, αυτοί που είναι ντυμένοι με πολυτελή ιμάτια και ζουν μέσα σε απολαύσεις, βρίσκονται μέσα στα βασιλικά παλάτια. 26 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν προφήτη; Ναι, σας λέω, και περισσότερο από προφήτη. 27 Αυτός είναι για τον οποίο είναι γραμμένο: «Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, ο οποίος θα προπαρασκευάσει μπροστά σου τον δρόμο σου». 28 Επειδή, σας λέω ότι, ανάμεσα σ' αυτούς που γεννήθηκαν από γυναίκα κανένας προφήτης δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή· εντούτοις, ο μικρότερος μέσα στη βασιλεία τού Θεού είναι μεγαλύτερος απ' αυτόν. 29 Και ολόκληρος ο λαός ακούγοντας, και οι τελώνες, δικαίωσαν τον Θεό καθώς που βαπτίστηκαν το βάπτισμα του Ιωάννη. 30 Ενώ οι Φαρισαίοι και οι νομικοί αθέτησαν για τον εαυτό τους τη βουλή τού Θεού, καθώς δεν βαπτίστηκαν απ' αυτόν. 31 Και ο Κύριος είπε: Με τι, λοιπόν, να εξομοιώσω τούς ανθρώπους αυτής τής γενεάς; Και με τι είναι όμοιοι; 32 Είναι όμοιοι με παιδιά, που κάθονται στην αγορά και φωνάζουν αναμεταξύ τους, και λένε: Σας παίξαμε φλογέρα, και δεν χορέψατε· σας μοιρολογήσαμε, και δεν κλάψατε. 33 Επειδή, ήρθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μήτε τρώγοντας ψωμί μήτε πίνοντας κρασί, και λέτε: Έχει δαιμόνιο. 34 Ήρθε ο Υιός τού ανθρώπου τρώγοντας και πίνοντας, και λέτε: Δέστε, ένας άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. 35 Και η σοφία δικαιώθηκε από όλα τα παιδιά της.
36 Και ένας από τους Φαρισαίους τον παρακαλούσε να φάει μαζί του· και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι τού Φαρισαίου, κάθησε στο τραπέζι. 37 Και ξάφνου, μια γυναίκα στην πόλη, που ήταν αμαρτωλή, μαθαίνοντας ότι κάθεται στο τραπέζι στο σπίτι τού Φαρισαίου, έφερε ένα αλάβαστρο με μύρο· 38 και αφού στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια του με τα δάκρυα, και τα σκούπιζε με τις τρίχες τού κεφαλιού της, και καταφιλούσε τα πόδια του, και τα άλειφε με το μύρο. 39 Βλέποντας δε ο Φαρισαίος, αυτός που τον είχε καλέσει, είπε μέσα του, λέγοντας: Αυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι λογής είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, επειδή είναι αμαρτωλή. 40 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτόν: Σίμωνα, έχω να σου πω κάτι. Και εκείνος λέει: Δάσκαλε, πες. 41 Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε 500 δηνάρια, ενώ ο άλλος 50. 42 Και επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς, πες μου, θα τον αγαπήσει περισσότερο; 43 Και ο Σίμωνας, απαντώντας, είπε: Νομίζω ότι εκείνος στον οποίο χάρισε το περισσότερο. Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Σωστά έκρινες. 44 Και αφού στράφηκε στη γυναίκα, είπε στον Σίμωνα: Βλέπεις αυτή εδώ τη γυναίκα; Μπήκα μέσα στο σπίτι σου, νερό για τα πόδια μου δεν έδωσες· αυτή, όμως, με τα δάκρυά της έβρεξε τα πόδια μου, και με τις τρίχες τού κεφαλιού της τα σκούπισε. 45 Φίλημα δεν μου έδωσες· αυτή, όμως, από τη στιγμή που μπήκα μέσα, δεν σταμάτησε να καταφιλάει τα πόδια μου. 46 Με λάδι δεν άλειψες το κεφάλι μου· αυτή, όμως, άλειψε τα πόδια μου με μύρο. 47 Γι' αυτό, σου λέω, συγχωρημένες είναι οι πολλές αμαρτίες της· επειδή, αγάπησε πολύ· σε όποιον, όμως, λίγο συγχωρείται, λίγο αγαπάει. 48 Και της είπε: Οι αμαρτίες σου είναι συγχωρημένες. 49 Και οι συγκαθήμενοι στο τραπέζι άρχισαν να λένε μέσα τους: Ποιος είναι αυτός που συγχωρεί και αμαρτίες; 50 Και στη γυναίκα είπε: Η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη.