Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) - Автор неизвестен (серия книг TXT) 📗
Κεφάλαιον 16
1 Έλεγε μάλιστα και στους μαθητές του: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν διαχειριστή· κι αυτός κατηγορήθηκε σ' αυτόν ότι διασκορπίζει τα υπάρχοντά του. 2 Και καθώς τον φώναξε, είπε σ' αυτόν: Τι είναι αυτό που ακούω για σένα; Απόδωσε τον λογαριασμό τής διαχείρισής σου· επειδή, δεν θα μπορέσεις πλέον να είσαι διαχειριστής. 3 Και ο διαχειριστής είπε μέσα του: Τι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Να σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι· 4 κατάλαβα τι πρέπει να κάνω, για να με δεχθούν στα σπίτια τους, όταν αποβληθώ από τη διαχείριση. 5 Και αφού προσκάλεσε έναν-έναν ξεχωριστά τους χρεοφειλέτες τού κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσο χρωστάς στον κύριό μου; 6 Και εκείνος είπε: 100 βάτους λάδι. Και του είπε: Πάρε το έγγραφό σου, και αφού καθήσεις, γράψε γρήγορα 50. 7 Έπειτα, είπε σε έναν άλλον: Κι εσύ, πόσο χρωστάς; Και εκείνος είπε: 100 κόρους σιτάρι. Και του λέει: Πάρε το έγγραφό σου, και γράψε 80. 8 Και ο κύριος επαίνεσε τον άδικο οικονόμο, ότι έπραξε φρόνιμα· επειδή, οι γιοι αυτού τού αιώνα είναι φρονιμότεροι στη δική τους γενεά, από τους γιους τού φωτός. 9 Και εγώ σας λέω: Κάντε για τον εαυτό σας φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, για να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, όταν εκλείψετε. 10 Ο πιστός στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι πιστός· και ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι άδικος. 11 Αν, λοιπόν, στον άδικο μαμωνά δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας εμπιστευθεί τον αληθινό πλούτο; 12 Και αν στο ξένο δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας δώσει το δικό σας; 13 Κανένας δούλος δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά.
14 Και όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν. 15 Και τους είπε: Εσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή, εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό. 16 Ο νόμος και οι προφήτες υπήρχαν μέχρι τον Ιωάννη· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε ένας βιάζεται· να μπει μέσα σ' αυτή. 17 Και είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία τού νόμου να πέσει. 18 Καθένας που χωρίζεται από τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται γυναίκα χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει.
19 Υπήρχε δε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, και ντυνόταν με πορφύρα, και στολή από βύσσο, ευφραινόμενος καθημερινά με μεγαλοπρέπεια. 20 Υπήρχε δε και ένας φτωχός, με το όνομα Λάζαρος, γεμάτος πληγές, τον έβαζαν έβαζαν κοντά στην πύλη του, 21 και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι τού πλουσίου· αλλά, και τα σκυλιά, καθώς έρχονταν, έγλειφαν τις πληγές του. 22 Πέθανε, όμως, ο φτωχός και φέρθηκε από τους αγγέλους στον κόλπο τού Αβραάμ. Πέθανε δε και ο πλούσιος και θάφτηκε. 23 Και μέσα στον άδη, καθώς ύψωσε τα μάτια του, ενώ βρισκόταν μέσα σε βάσανα, βλέπει από μακριά τον Αβραάμ, και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του· 24 κι αυτός, αφού φώναξε, είπε: Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με, και στείλε τον Λάζαρο, για να βουτήξει την άκρη τού δαχτύλου του στο νερό, και να δροσίσει τη γλώσσα μου· επειδή, βασανίζομαι μέσα σε τούτη τη φλόγα. 25 Και ο Αβραάμ είπε: Παιδί μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος παρόμοια τα κακά· τώρα, αυτός μεν παρηγορείται, εσύ όμως βασανίζεσαι. 26 Και εκτός όλων τούτων, ανάμεσα σε μας και σε σας είναι ένα μεγάλο χάσμα στηριγμένο, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ προς εσάς, να μη μπορούν, ούτε και οι από εκεί να διαπεράσουν προς εμάς. 27 Και είπε: Σε παρακαλώ, λοιπόν, πατέρα, στείλ' τον στην οικογένεια του πατέρα μου· 28 επειδή, έχω πέντε αδελφούς· για να δώσει μαρτυρία σ' αυτούς, ώστε να μη έρθουν κι αυτοί σε τούτο τον τόπο τού βασανισμού. 29 Λέει σ' αυτόν ο Αβραάμ: Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες· ας ακούσουν αυτούς. 30 Και εκείνος είπε: Όχι, πατέρα Αβραάμ· αλλά, αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ' αυτούς, θα μετανοήσουν. 31 Είπε δε σ' αυτόν: Αν δεν ακούν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πειστούν.
Κεφάλαιον 17
1 Και στους μαθητές του είπε: Είναι αδύνατον να μη έρθουν τα σκάνδαλα· όμως, αλλοίμονο σ' εκείνον, διαμέσου τού οποίου έρχονται. 2 Τον συμφέρει να κρεμάσει μια μυλόπετρα γύρω από τον τράχηλό του, και να ριχτεί στη θάλασσα, παρά να σκανδαλίσει έναν από τούτους τούς μικρούς. 3 Προσέχετε στον εαυτό σας. Αν αμαρτήσει δε σε σένα ο αδελφός σου, επίπληξέ τον· και αν μετανοήσει, συγχώρεσέ τον. 4 Και αν επτά φορές την ημέρα αμαρτήσει σε σένα, και επτά φορές την ημέρα επιστρέψει σε σένα, λέγοντας: Μετανοώ, θα τον συγχωρήσεις. 5 Και οι απόστολοι είπαν στον Κύριο: Αύξησέ μας την πίστη. 6 Και ο Κύριος είπε: Εάν είχατε πίστη σαν έναν κόκκο σιναπιού, θα λέγατε σε τούτη τη συκαμινιά: Ξεριζώσου και φυτέψου στη θάλασσα· και θα σας υπάκουε. 7 Και ποιος από σας έχοντας έναν δούλο που οργώνει ή ποιμαίνει, αμέσως μόλις έρθει από το χωράφι, θα του πει: Πήγαινε, κάθησε να φας; 8 Και δεν θα του πει: Ετοίμασε τι θα δειπνήσω, και αφού περιζωστείς, να με υπηρετείς, μέχρις ότου φάω και πιω, και ύστερα απ' αυτά θα φας και θα πιεις κι εσύ; 9 Μήπως γνωρίζει χάρη σ' εκείνον τον δούλο, επειδή έκανε όλα όσα διατάχθηκαν σ' αυτόν; Δεν μου φαίνεται. 10 Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σάς έχουν διαταχθεί, να λέτε: Είμαστε αχρείοι δούλοι· επειδή, κάναμε ό,τι χρωστούσαμε να κάνουμε.
11 Και όταν αυτός πορευόταν στην Ιερουσαλήμ, περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια, και τη Γαλιλαία. 12 Και ενώ έμπαινε σε κάποια κωμόπολη, τον συνάντησαν δέκα άνθρωποι λεπροί, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά· 13 κι αυτοί ύψωσαν φωνή, λέγοντας: Ιησού, επιστάτη, ελέησέ μας. 14 Και όταν τους είδε είπε: Πηγαίνετε και δείξτε τον εαυτό σας στους ιερείς. Και ενώ πορεύονταν, καθαρίστηκαν. 15 Ένας, όμως, απ' αυτούς, βλέποντας ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε με δυνατή φωνή δοξάζοντας τον Θεό. 16 Και έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του, ευχαριστώντας τον· κι αυτός ήταν Σαμαρείτης. 17 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε: Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα; Οι δε εννιά πού είναι; 18 Δεν βρέθηκαν άλλοι να επιστρέψουν για να δοξάσουν τον Θεό, παρά μονάχα αυτός ο αλλογενής; 19 Και του είπε: Αφού σηκωθείς, πήγαινε· η πίστη σου σε έσωσε.
20 Και όταν ρωτήθηκε από τους Φαρισαίους, πότε έρχεται η βασιλεία τού Θεού, τους απάντησε, και είπε: Δεν έρχεται η βασιλεία τού Θεού έτσι, ώστε να παρατηρείται· 21 ούτε θα πουν: Να! εδώ είναι, ή: Να! εκεί· επειδή, προσέξτε, η βασιλεία τού Θεού είναι ανάμεσά σας. 22 Και στους μαθητές του είπε: Θάρθουν ημέρες, όταν θα επιθυμήσετε να δείτε μία από τις ημέρες τού Υιού τού ανθρώπου· και δεν θα δείτε. 23 Και θα σας πουν: Να! εδώ είναι, ή: Να! εκεί· μη πάτε ούτε να ακολουθήσετε. 24 Επειδή, όπως η αστραπή, που αστράφτει από το ένα μέρος κάτω από τον ουρανό, λάμπει προς το άλλο μέρος κάτω από τον ουρανό, έτσι θα είναι και ο Υιός τού ανθρώπου κατά τη δική του ημέρα. 25 Πρώτα, όμως, πρέπει αυτός να πάθει πολλά, και να καταφρονηθεί από τούτη τη γενεά. 26 Και όπως έγινε κατά τις ημέρες τού Νώε, έτσι θα είναι και κατά τις ημέρες τού Υιού τού ανθρώπου· 27 έτρωγαν, έπιναν, νύμφευαν, νυμφεύονταν, μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο Νώε μπήκε μέσα στην κιβωτό· και ήρθε ο κατακλυσμός και τους εξολόθρευσε όλους. 28 Παρόμοια, και όπως έγινε κατά τις ημέρες τού Λωτ· έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν, πουλούσαν, φύτευαν, οικοδομούσαν· 29 και κατά την ημέρα που ο Λωτ βγήκε έξω από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό, και τους εξολόθρευσε όλους· 30 κατά τον ίδιο τρόπο θα είναι κατά την ημέρα που θα φανερωθεί ο Υιός τού ανθρώπου. 31 Κατά την ημέρα εκείνη, όποιος βρεθεί επάνω στην σταράτσα, και τα σκεύη του είναι μέσα στο σπίτι, ας μη κατέβει για να τα πάρει· και όποιος είναι στο χωράφι, το ίδιο, ας μη επιστρέψει προς τα πίσω. 32 Να θυμάστε τη γυναίκα τού Λωτ. 33 Όποιος ζητήσει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος τη χάσει, θα τη διαφυλάξει. 34 Σας λέω: Κατά τη νύχτα εκείνη θα υπάρχουν δύο επάνω σ' ένα κρεβάτι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται. 35 Δύο γυναίκες θα αλέθουν μαζί· η μία παραλαμβάνεται, και η άλλη αφήνεται. 36 Δύο θα βρίσκονται στο χωράφι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται. 37 Και αποκρινόμενοι του λένε: Κύριε, πού; Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Όπου είναι το σώμα, εκεί θα συγκεντρωθούν οι αετοί.