Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) - Автор неизвестен (серия книг TXT) 📗
31 Και ο Κύριος είπε: Σίμωνα, Σίμωνα, δες, ο σατανάς σάς ζήτησε, για να σας κοσκινίσει σαν το σιτάρι. 32 Πλην, εγώ δεήθηκα για σένα για να μη εκλείψει η πίστη σου· κι εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις, στήριξε τους αδελφούς σου. 33 Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Κύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και στη φυλακή και στον θάνατο. 34 Και εκείνος είπε: Σε σένα λέω, Πέτρο, σήμερα ο πετεινός δεν θα λαλήσει, πριν με απαρνηθείς τρεις φορές ότι δεν με γνωρίζεις.
35 Και τους είπε: Όταν σας έστειλα χωρίς βαλάντιο και ταγάρι και υποδήματα, μήπως στερηθήκατε κάτι; Και εκείνοι είπαν: Τίποτε. 36 Τους είπε, λοιπόν: Τώρα, όμως, όποιος έχει βαλάντιο, ας το πάρει μαζί του· παρόμοια και ταγάρι· και όποιος δεν έχει, ας πουλήσει το ιμάτιό του, και ας αγοράσει μάχαιρα. 37 Επειδή, σας λέω ότι ακόμα και τούτο το γραμμένο, πρέπει να γίνει σε μένα, το: «Και λογαριάστηκε μαζί με ανόμους»· επειδή, τα γραμμένα για μένα παίρνουν τέλος. 38 Και εκείνοι είπαν: Κύριε, δες, δύο μάχαιρες εδώ. Και εκείνος τούς είπε: Είναι αρκετό.
39 Και καθώς βγήκε έξω, πήγε, σύμφωνα με τη συνήθειά του, στο βουνό των Ελαιών· τον ακολούθησαν δε και οι μαθητές του. 40 Και όταν ήρθε στον τόπο, είπε σ' αυτούς: Προσεύχεστε για να μη μπείτε σε πειρασμό. 41 Κι αυτός χωρίστηκε απ' αυτούς σε απόσταση περίπου βολής μιας πέτρας, και αφού γονάτισε, προσευχόταν, 42 λέγοντας: Πατέρα, αν θέλεις, να απομακρύνεις από μένα τούτο το ποτήρι· όμως, όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου ας γίνει. 43 Και φάνηκε σ' αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό ενισχύοντάς τον. 44 Και καθώς ήρθε σε αγωνία, προσευχόταν πιο θερμά. Έγινε, μάλιστα, ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι αίματος που κατέβαιναν στη γη. 45 Και όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε στους μαθητές του, και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη. 46 Και τους είπε: Τι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό.
47 Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ένα πλήθος από ανθρώπους, και ο ονομαζόμενος Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ερχόταν μπροστά απ' αυτούς, και πλησίασε στον Ιησού για να τον φιλήσει. 48 Ο δε Ιησούς είπε σ' αυτόν: Ιούδα, με φίλημα παραδίνεις τον Υιό τού ανθρώπου; 49 Και εκείνοι που ήσαν γύρω του βλέποντας τι επρόκειτο να γίνει, είπαν σ' αυτόν: Κύριε, να χτυπήσουμε με τη μάχαιρα; 50 Και ένας απ' αυτούς χτύπησε τον δούλο τού Αρχιερέα, και του απέκοψε το δεξί αυτί. 51 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε: Αφήστε μέχρις εδώ· και πιάνοντας το αυτί του, τον γιάτρεψε. 52 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς που ήρθαν εναντίον του, στους αρχιερείς και στους στρατηγούς τού ιερού και στους πρεσβύτερους: Βγήκατε σαν ενάντια σε έναν ληστή με μάχαιρες και ξύλα; 53 Καθημερινά ήμουν μαζί σας μέσα στο ιερό, και δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου· αλλά, αυτή είναι η ώρα σας, και η εξουσία τού σκότους.
54 Και αφού τον συνέλαβαν, τον έφεραν και τον έβαλαν μέσα στον οίκο τού αρχιερέα. Και ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. 55 Και καθώς άναψαν φωτιά στο μέσον τής αυλής, κάθησαν όλοι μαζί, καθόταν δε και ο Πέτρος ανάμεσά τους. 56 Βλέποντάς τον, όμως, μία δούλη να κάθεται κοντά στο φως, κι αφού τον κοίταξε προσεκτικά, είπε: Και αυτός ήταν μαζί του. 57 Και εκείνος τον αρνήθηκε, λέγοντας: Γυναίκα δεν τον γνωρίζω. 58 Και ύστερα από λίγο ένας άλλος βλέποντάς τον, είπε: Κι εσύ είσαι απ' αυτούς. Και ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν είμαι. 59 Και αφού πέρασε περίπου μία ώρα, ένας άλλος ισχυριζόταν, λέγοντας: Στ' αλήθεια, κι αυτός ήταν μαζί του· επειδή, είναι Γαλιλαίος. 60 Και ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες. Κι αμέσως, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, λάλησε ο πετεινός. 61 Και ο Κύριος, καθώς στράφηκε, κοίταξε τον Πέτρο στα μάτια· και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο τού Κυρίου, όταν του είχε πει ότι: Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. 62 Και ο Πέτρος, βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά. Ο Ιησούς εμπαίζεται, δέρνεται, χαστουκίζεται, βλασφημείται
63 Και οι άνδρες που κρατούσαν τον Ιησού, τον ενέπαιζαν δέρνοντάς τον· 64 και αφού τον σκέπασαν ολόγυρα με ένα κάλυμμα, τον χαστούκιζαν στο πρόσωπό του, και τον ρωτούσαν, λέγοντας: Προφήτευσε, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε; 65 Και άλλα πολλά έλεγαν σ' αυτόν, βλασφημώντας.
66 Και καθώς έγινε ημέρα, συγκεντρώθηκε το πρεσβυτέριο του λαού, και αρχιερείς και γραμματείς, και τον ανέβασαν στο συνέδριό τους, λέγοντας: 67 Εσύ είσαι ο Χριστός; Πες μας. Και τους είπε: Αν σας πω, δεν θα με πιστέψετε· 68 και αν σας ρωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε θα με απολύσετε. 69 Από τώρα ο Υιός τού ανθρώπου θα είναι καθισμένος στα δεξιά τής δύναμης του Θεού. 70 Και όλοι είπαν: Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Υιός τού Θεού; Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Εσείς λέτε ότι εγώ είμαι. 71 Και εκείνοι είπαν: Τι ανάγκη έχουμε πλέον από μαρτυρία; Επειδή, εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του.
Κεφάλαιον 23
1 ΤΟΤΕ, σηκώθηκε ολόκληρο το πλήθος τους, και τον έφεραν στον Πιλάτο. 2 Και άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας: Αυτόν, τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος, και να εμποδίζει να δίνουν φόρους στον Καίσαρα, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι Χριστός, βασιλιάς. 3 Και ο Πιλάτος τον ρώτησε, λέγοντας: Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Και εκείνος, απαντώντας σ' αυτόν, είπε: Εσύ το λες. 4 Και ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς και στα πλήθη: Δεν βρίσκω κανένα έγκλημα σε τούτο τον άνθρωπο. 5 Και εκείνοι επέμεναν, λέγοντας, ότι: Αναστατώνει τον λαό, διδάσκοντας σε ολόκληρη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία μέχρις εδώ.
6 Και ο Πιλάτος, όταν άκουσε Γαλιλαία, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. 7 Και μαθαίνοντας ότι είναι από την επικράτεια του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που κι αυτός ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τις ημέρες αυτές. 8 Και ο Ηρώδης, βλέποντας τον Ιησού, χάρηκε πολύ· επειδή, ήθελε πριν από πολύ καιρό να τον δει, για τον λόγο ότι, άκουγε γι' αυτόν πολλά· και έλπιζε να δει κάποιο θαύμα να γίνεται απ' αυτόν. 9 Τον ρωτούσε μάλιστα με πολλά λόγια· όμως, αυτός δεν του αποκρίθηκε τίποτε. 10 Στέκονταν μάλιστα εκεί οι αρχιερείς και οι γραμματείς κατηγορώντας τον έντονα. 11 Και αφού ο Ηρώδης μαζί με τα στρατεύματά του τον εξουθένωσε, και τον ενέπαιξε, τον έντυσε με ένα λαμπρό ιμάτιο, και τον έστειλε ξανά στον Πιλάτο. 12 Και κατά την ημέρα εκείνη ο Πιλάτος και ο Ηρώδης έγιναν μεταξύ τους φίλοι· επειδή, πρωτύτερα ήσαν σε έχθρα ο ένας προς τον άλλον.
13 Και ο Πιλάτος, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και τον λαό, 14 τους είπε: Μου φέρατε τούτον τον άνθρωπο, σαν έναν που ξεσηκώνει τον λαό σε στάση· και δέστε, εγώ μπροστά σας, αφού τον ανέκρινα, δεν βρήκα σε τούτον τον άνθρωπο κανένα έγκλημα από όσα φέρνετε ως κατηγορίες εναντίον του· 15 αλλά, ούτε και ο Ηρώδης· επειδή, σας έστειλα σ' αυτόν· και δέστε, τίποτε άξιο θανάτου δεν έχει διαπραχθεί απ' αυτόν. 16 Αφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω. 17 Έπρεπε, μάλιστα, κατ' ανάγκη να τους απολύει έναν κατά τη γιορτή. 18 Όλοι, όμως, μαζί ανέκραξαν, λέγοντας: Σήκωσε τούτον, και απόλυσέ μας τον Βαραββά· 19 ο οποίος, για κάποια στάση, που είχε γίνει στην πόλη, και για φόνο, είχε ριχτεί στη φυλακή. 20 Ξανά, λοιπόν, ο Πιλάτος μίλησε σ' αυτούς, θέλοντας να απολύσει τον Ιησού. 21 Εκείνοι, όμως, φώναζαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον. 22 Αλλ' εκείνος και μια τρίτη φορά είπε σ' αυτούς: Και τι κακό έκανε αυτός; Δεν βρήκα καμιά αφορμή θανάτου σ' αυτόν· αφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω. 23 Εκείνοι, όμως, επέμεναν με δυνατές φωνές, ζητώντας να σταυρωθεί. Και οι φωνές τους και των αρχιερέων υπερίσχυαν. 24 Και ο Πιλάτος αποφάσισε να γίνει το αίτημά τους. 25 Και τους απέλυσε αυτόν, που για στάση και φόνο ήταν ριγμένος στη φυλακή, αυτόν που ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον παρέδωσε στο θέλημά τους.