Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) - Автор неизвестен (серия книг TXT) 📗
Κεφάλαιον 2
1 ΚΑΙ την τρίτη ημέρα έγινε γάμος στην Κανά τής Γαλιλαίας· και εκεί ήταν η μητέρα τού Ιησού. 2 Προσκλήθηκε, μάλιστα, στον γάμο και ο Ιησούς και οι μαθητές του. 3 Και επειδή έλειψε το κρασί, η μητέρα τού Ιησού λέει σ' αυτόν: Δεν έχουν κρασί. 4 Ο Ιησούς λέει σ' αυτή: Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου. 5 Η μητέρα του λέει στους υπηρέτες: Κάντε ό,τι σας λέει. 6 Και υπήρχαν εκεί έξι υδρίες πέτρινες, οι οποίες κείτονταν σύμφωνα με τη συνήθεια του καθαρισμού των Ιουδαίων, που η κάθε μία χωρούσε δύο ή τρία μέτρα. 7 Ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Γεμίστε τις υδρίες με νερό. Και τις γέμισαν μέχρι επάνω. 8 Και τους λέει: Αντλήστε τώρα και φέρτε στον αρχιτρίκλινο. Και έφεραν. 9 Και καθώς ο αρχιτρίκλινος γεύτηκε το νερό, που είχε μεταβληθεί σε κρασί, και δεν ήξερε από πού είναι, (οι υπηρέτες, όμως, που είχαν αντλήσει το νερό, ήξεραν), ο αρχιτρίκλινος φωνάζει τον νυμφίο, 10 και του λέει: Κάθε άνθρωπος βάζει πρώτα το καλό κρασί, και αφού πιουν πολύ, τότε το κατώτερο· εσύ φύλαξες το καλό κρασί μέχρι τώρα. 11 Αυτή την αρχή των θαυμάτων έκανε ο Ιησούς στην Κανά τής Γαλιλαίας, και φανέρωσε τη δόξα του, και πίστεψαν σ' αυτόν οι μαθητές του. 12 Ύστερα απ' αυτό, κατέβηκε στην Καπερναούμ, αυτός και η μητέρα του, και οι αδελφοί του, και οι μαθητές του· και έμειναν εκεί όχι πολλές ημέρες.
13 Και πλησίαζε το Πάσχα των Ιουδαίων, και ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. 14 Και μέσα στο ιερό βρήκε αυτούς που πουλούσαν βόδια και πρόβατα και περιστέρια, και τους αργυραμοιβούς, να κάθονται. 15 Και αφού έφτιαξε ένα μαστίγιο από σχοινιά, τους έδιωξε όλους από το ιερό, και τα πρόβατα και τα βόδια· και τα νομίσματα των αργυραμοιβών τα σκόρπισε, και αναποδογύρισε τα τραπέζια· 16 και είπε σ' αυτούς που πουλούσαν τα περιστέρια: Σηκώστε τα από εδώ· μη κάνετε τον οίκο τού Πατέρα μου οίκον εμπορίου. 17 Τότε, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι είναι γραμμένο: «Ο ζήλος τού οίκου σου με κατέφαγε». 18 Αποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και του είπαν: Ποιο σημείο δείχνεις σε μας, επειδή κάνεις αυτά; 19 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: Γκρεμίστε τούτο τον ναό, και σε τρεις ημέρες θα τον στήσω όρθιον. 20 Και οι Ιουδαίοι είπαν: Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 χρόνια, κι εσύ θα τον στήσεις όρθιον σε τρεις ημέρες; 21 Εκείνος, όμως, έλεγε για τον ναό τού σώματός του. 22 Όταν, λοιπόν, αναστήθηκε από τους νεκρούς, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι αυτό τούς το έλεγε· και πίστεψαν στη γραφή, και στον λόγο, που είχε πει ο Ιησούς.
23 Και ενώ ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τη γιορτή τού Πάσχα, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του, βλέποντας τα θαύματά του, που έκανε. 24 Ο ίδιος ο Ιησούς, όμως, δεν τους εμπιστευόταν, επειδή τους γνώριζε όλους· 25 και επειδή δεν είχε ανάγκη να δώσει κάποιος μαρτυρία για τον άνθρωπο· δεδομένου ότι, αυτός γνώριζε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο.
Κεφάλαιον 3
1 ΥΠΗΡΧΕ δε ένας άνθρωπος από τους Φαρισαίους, που ονομαζόταν Νικόδημος, άρχοντας των Ιουδαίων. 2 Αυτός ήρθε στον Ιησού μέσα στη νύχτα και του είπε: Ραββί, ξέρουμε ότι ήρθες Δάσκαλος από τον Θεό· επειδή, κανένας δεν μπορεί να κάνει αυτά τα σημεία που εσύ κάνεις, αν ο Θεός δεν είναι μαζί του. 3 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, αν κάποιος δεν γεννηθεί από επάνω, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία τού Θεού. 4 Ο Νικόδημος λέει σ' αυτόν: Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γεννηθεί ενώ είναι γέροντας; Μήπως μπορεί να μπει μια δεύτερη φορά στην κοιλιά τής μητέρας του και να γεννηθεί; 5 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, αν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού. 6 Εκείνο που έχει γεννηθεί από τη σάρκα είναι σάρκα· και εκείνο που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, είναι πνεύμα. 7 Μη θαυμάσεις ότι σου είπα: Πρέπει να γεννηθείτε από επάνω. 8 Ο άνεμος πνέει όπου θέλει, και ακούς τη φωνή του, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται, και πού πηγαίνει· έτσι είναι καθένας που γεννήθηκε από το Πνεύμα. 9 Αποκρίθηκε ο Νικόδημος και του είπε: Πώς μπορούν να γίνουν αυτά; 10 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: Εσύ είσαι ο Δάσκαλος του Ισραήλ, κι αυτά δεν τα ξέρεις; 11 Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι, μιλούμε εκείνο που ξέρουμε, και μαρτυρούμε εκείνο που είδαμε· και δεν δέχεστε τη μαρτυρία μας. 12 Αν σας είπα τα επίγεια, και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε, αν σας πω τα επουράνια; 13 Και κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός τού ανθρώπου, αυτός που είναι στον ουρανό. 14 Και όπως ο Μωυσής ύψωσε το φίδι μέσα στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί ο Υιός τού ανθρώπου· 15 για να μη χαθεί καθένας ο οποίος πιστεύει σ' αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. 16 Επειδή, με τέτοιον τρόπο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Υιό του τον μονογενή, για να μη χαθεί καθένας ο οποίος πιστεύει σ' αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. 17 Δεδομένου ότι, ο Θεός δεν απέστειλε τον Υιό του στον κόσμο, για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος διαμέσου αυτού. 18 Όποιος πιστεύει σ' αυτόν, δεν κρίνεται· όποιος, όμως, δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί, επειδή δεν πίστεψε στο όνομα του μονογενή Υιού τού Θεού. 19 Κι αυτή είναι η κρίση, ότι το φως ήρθε στον κόσμο, και οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως· για τον λόγο ότι, τα έργα τους ήσαν πονηρά. 20 Επειδή, όποιος πράττει τα φαύλα, μισεί το φως, και δεν έρχεται στο φως, για να μη έρθουν σε έλεγχο τα έργα του. 21 Όποιος, όμως, πράττει την αλήθεια, έρχεται στο φως, για να φανερωθούν τα έργα του, ότι έγιναν σύμφωνα με τον Θεό.
22 Ύστερα απ' αυτά, ήρθε ο Ιησούς και οι μαθητές του στη γη τής Ιουδαίας, και έμενε εκεί μαζί τους και βάπτιζε. 23 Εκεί, όμως, βάπτιζε και ο Ιωάννης στην Αινών, κοντά στο Σαλείμ, για τον λόγο ότι εκεί υπήρχαν πολλά νερά· και έρχονταν και βαπτίζονταν. 24 Επειδή, ο Ιωάννης δεν είχε ακόμα ριχτεί στη φυλακή. 25 Έγινε, λοιπόν, συζήτηση για τον καθαρισμό από τους μαθητές τού Ιωάννη με μερικούς Ιουδαίους· 26 και ήρθαν στον Ιωάννη, και του είπαν: Ραββί, εκείνος που ήταν μαζί σου πέρα από τον Ιορδάνη, για τον οποίο εσύ έδωσες μαρτυρία, δες, αυτός βαπτίζει, και όλοι έρχονται σ' αυτόν. 27 Ο Ιωάννης αποκρίθηκε και είπε: Δεν μπορεί ο άνθρωπος να παίρνει τίποτε, αν δεν είναι σ' αυτόν δοσμένο από τον ουρανό. 28 Εσείς οι ίδιοι είστε μάρτυρές μου ότι είπα: Δεν είμαι εγώ ο Χριστός, αλλ' ότι είμαι αποσταλμένος μπροστά από εκείνον. 29 Όποιος έχει τη νύφη είναι ο νυμφίος· ο δε φίλος τού νυμφίου, που στέκεται και τον ακούει, χαίρεται υπερβολικά για τη φωνή τού νυμφίου. Αυτή, λοιπόν, η δική μου χαρά εκπληρώθηκε. 30 Εκείνος πρέπει να αυξάνει, εγώ δε να ελαττώνομαι.
31 Αυτός που έρχεται από επάνω, είναι υπεράνω όλων· αυτός που είναι από τη γη, από τη γη είναι, και από τη γη μιλάει· αυτός που έρχεται από τον ουρανό, είναι υπεράνω όλων. 32 Και εκείνο που είδε και άκουσε, αυτό δίνει ως μαρτυρία· και κανένας δεν δέχεται τη μαρτυρία του. 33 Όποιος δεχθεί τη μαρτυρία του, επισφράγισε ότι ο Θεός είναι αληθής. 34 Δεδομένου ότι, εκείνος, που ο Θεός τον απέστειλε, μιλάει τα λόγια τού Θεού· επειδή, ο Θεός δεν του δίνει το Πνεύμα με μέτρο. 35 Ο Πατέρας αγαπάει τον Υιό, και όλα τα έδωσε στο χέρι του. 36 Όποιος πιστεύει στον Υιό, έχει αιώνια ζωή· όποιος, όμως, απειθεί στον Υιό, δεν θα δει ζωή, αλλά η οργή τού Θεού μένει επάνω του.
Κεφάλαιον 4
1 ΚΑΘΩΣ, λοιπόν, ο Κύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι άκουσαν πως ο Ιησούς κάνει περισσότερους μαθητές, και βαπτίζει, παρά ο Ιωάννης, 2 (αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν βάπτιζε, αλλά οι μαθητές του)· 3 άφησε την Ιουδαία, και αναχώρησε πάλι για τη Γαλιλαία. 4 Έπρεπε, μάλιστα, να περάσει διαμέσου της Σαμάρειας. 5 Έρχεται, λοιπόν, στην πόλη τής Σαμάρειας, που την έλεγαν Σιχάρ, κοντά στο χωράφι, που ο Ιακώβ έδωσε στον Ιωσήφ, τον γιο του. 6 Και υπήρχε εκεί μια πηγή τού Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, καθόταν, έτσι όπως ήταν, στην πηγή. Η ώρα ήταν περίπου έξι. 7 Έρχεται κάποια γυναίκα από τη Σαμάρεια για να αντλήσει νερό. Ο Ιησούς λέει σ' αυτήν: Δος μου να πιω. 8 Επειδή, οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη, για να αγοράσουν τροφές. 9 Του λέει, λοιπόν, η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: Πώς εσύ, ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητάς να πιεις από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα; Επειδή, δεν έχουν επικοινωνία οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες. 10 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και της είπε: Αν ήξερες τη δωρεά τού Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου λέει: Δος μου να πιω, εσύ θα ζητούσες απ' αυτόν, και θα σου έδινε το ζωντανό νερό. 11 Η γυναίκα λέει σ' αυτόν: Κύριε, ούτε δοχείο άντλησης έχεις, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, έχεις το ζωντανό νερό; 12 Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας, τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι, και ήπιε απ' αυτό αυτός, και οι γιοι του, και τα ζωντανά του; 13 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και της είπε: Καθένας που πίνει από τούτο το νερό, θα διψάσει ξανά· 14 όποιος, όμως, πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει στον αιώνα· αλλά, το νερό που θα δώσω σ' αυτόν, θα γίνει μέσα του πηγή νερού, που θα αναβλύζει σε αιώνια ζωή. 15 Η γυναίκα λέει σ' αυτόν: Κύριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψάω ούτε να έρχομαι εδώ να αντλώ. 16 Ο Ιησούς λέει σ' αυτήν: Πήγαινε, κάλεσε τον άνδρα σου κι έλα εδώ. 17 Η γυναίκα απάντησε και είπε: Δεν έχω άνδρα. Ο Ιησούς λέει σ' αυτήν: Σωστά είπες, ότι: Δεν έχω άνδρα· 18 επειδή, πέντε άνδρες πήρες, και εκείνον που έχεις τώρα, δεν είναι άνδρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια. 19 Η γυναίκα λέει σ' αυτόν: Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. 20 Οι πατέρες μας προσκύνησαν σε τούτο το βουνό· κι εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνούμε. 21 Ο Ιησούς τής λέει: Γυναίκα, πίστεψέ με, ότι, έρχεται ώρα, κατά την οποία ούτε σε τούτο το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα. 22 Εσείς προσκυνάτε εκείνο που δεν ξέρετε· εμείς προσκυνούμε εκείνο που ξέρουμε· επειδή, η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους. 23 Όμως, έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με πνεύμα και με αλήθεια· επειδή, ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. 24 Ο Θεός είναι πνεύμα· και εκείνοι που τον προσκυνούν με πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν. 25 Η γυναίκα λέει σ' αυτόν: Ξέρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, αυτός που λέγεται Χριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα. 26 Ο Ιησούς λέει σ' αυτήν: Εγώ είμαι, αυτός που σου μιλάει. 27 Κι επάνω σ' αυτό ήρθαν οι μαθητές του, και θαύμασαν ότι μιλούσε με γυναίκα· κανένας, όμως, δεν είπε: Τι ζητάς; Ή, γιατί μιλάς μαζί της; 28 Η γυναίκα άφησε, λοιπόν, τη στάμνα της, και πήγε στην πόλη, και λέει στους ανθρώπους: 29 Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, που μου είπε όλα όσα έκανα· μήπως είναι αυτός ο Χριστός; 30 Βγήκαν, λοιπόν, από την πόλη, και έρχονταν σ' αυτόν. 31 Εντωμεταξύ, όμως, οι μαθητές τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Ραββί, φάε. 32 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Εγώ έχω φαγητό να φάω, που εσείς δεν ξέρετε. 33 Έλεγαν, λοιπόν, οι μαθητές του αναμεταξύ τους: Μήπως του έφερε κάποιος να φάει; 34 Ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Το δικό μου φαγητό είναι να πράττω το θέλημα εκείνου που με απέστειλε, και να τελειώσω το έργο του. 35 Δεν λέτε εσείς ότι, τέσσερις μήνες είναι ακόμα, και έρχεται ο θερισμός; Προσέξτε, σας λέω, σηκώστε ψηλά τα μάτια σας, και δείτε τα χωράφια, ότι είναι κιόλας άσπρα για θερισμό. 36 Και εκείνος που θερίζει παίρνει μισθό, και μαζεύει καρπό για αιώνια ζωή, για να χαίρεται μαζί και εκείνος που σπέρνει και εκείνος που θερίζει. 37 Επειδή, σε τούτο αληθεύει ο λόγος, ότι: Άλλος είναι εκείνος που σπέρνει, και άλλος εκείνος που θερίζει. 38 Εγώ σας απέστειλα για να θερίζετε εκείνο στο οποίο εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι κοπίασαν, κι εσείς μπήκατε μέσα στον κόπο τους. 39 Από την πόλη εκείνη, μάλιστα, πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ' αυτόν, εξαιτίας τού λόγου τής γυναίκας που έδινε μαρτυρία, ότι: Μου είπε όλα όσα έπραξα. 40 Καθώς, λοιπόν, ήρθαν σ' αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες. 41 Και πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας τού λόγου του· 42 και έλεγαν στη γυναίκα, ότι: Δεν πιστεύουμε πλέον εξαιτίας τού λόγου σου· επειδή, εμείς ακούσαμε, και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας τού κόσμου, ο Χριστός.