Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) - Автор неизвестен (книги серии онлайн .TXT) 📗
28 Και αφού είπε αυτά, πορευόταν μπροστά, ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα. 29 Και συνέβηκε, μόλις πλησίασε στη Βηθφαγή και τη Βηθανία προς το όρος το καλούμενο των Ελαιών, να αποστείλει δύο από τους μαθητές του, 30 λέγοντας: «Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό, στο οποίο μπαίνοντας θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, πάνω στο οποίο δεν κάθισε κανείς ποτέ μέχρι τώρα από τους ανθρώπους και, αφού το λύσετε, φέρτε το. 31 Και αν κάποιος σας ρωτά: “Γιατί το λύνετε”; έτσι θα πείτε: “Ο Κύριος έχει ανάγκη αυτό”». 32 Έφυγαν τότε οι αποσταλμένοι και βρήκαν καθώς τους είπε. 33 Ενώ έλυναν λοιπόν αυτοί το πουλάρι, είπαν οι κύριοί του προς αυτούς: «Τι λύνετε το πουλάρι;» 34 Εκείνοι είπαν: «Ο Κύριος έχει ανάγκη αυτό». 35 Και το οδήγησαν προς τον Ιησού και, αφού έριξαν τα ρούχα τους πάνω στο πουλάρι, ανέβασαν τον Ιησού. 36 Και ενώ αυτός πορευόταν, έστρωναν κάτω τα ρούχα τους στην οδό. 37 Και όταν αυτός πλησίαζε ήδη προς το μέρος του κατήφορου του Όρους των Ελαιών, άρχισαν όλο το πλήθος των μαθητών του, χαίροντας, να αινούν το Θεό με φωνή μεγάλη για όλες τις θαυματουργικές δυνάμεις που είδαν, 38 λέγοντας: «Ευλογημένος ο ερχόμενος, βασιλιάς, στο όνομα του Κυρίου· στον ουρανό ειρήνη και δόξα στους ύψιστους ουρανούς». 39 Και μερικοί Φαρισαίοι από το πλήθος, είπαν προς αυτόν: «Δάσκαλε, επιτίμησε τους μαθητές σου». 40 Και αποκρίθηκε και είπε: «Σας λέω, αν σωπάσουν αυτοί, οι λίθοι θα κράξουν». 41 Και μόλις πλησίασε, όταν είδε την πόλη, έκλαψε γι’ αυτή, 42 λέγοντας: «Αν γνώριζες κι εσύ αυτήν την ημέρα, αυτά που αφορούν την ειρήνη! Τώρα όμως κρύφτηκαν από τους οφθαλμούς σου. 43 Γιατί θα έρθουν ημέρες για σένα που θα σου παρεμβάλουν οι εχθροί σου χαρακώματα και θα σε περικυκλώσουν και θα σε πιέσουν από παντού 44 και θα κατεδαφίσουν εσένα και τα τέκνα σου μέσα σ’ εσένα, και δε θα αφήσουν μέσα σου λίθο πάνω σε λίθο, επειδή δε γνώρισες τον καιρό της επίσκεψής σου».
45 Και αφού εισήλθε στο ναό, άρχισε να βγάζει όσους πουλούσαν, 46 λέγοντας σ’ αυτούς: «Είναι γραμμένο: Και θα είναι ο οίκος μου οίκος προσευχής, εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών». 47 Και δίδασκε συνεχώς κάθε ημέρα μέσα στο ναό. Οι αρχιερείς, όμως, και οι γραμματείς ζητούσαν να τον σκοτώσουν όπως και οι πρώτοι του λαού, 48 αλλά δεν έβρισκαν τι να του κάνουν, γιατί ο λαός όλος κρεμόταν από τα χείλη του ακούοντάς τον.
Κεφάλαιον 20
1 Και συνέβηκε, σε μια από τις ημέρες που αυτός δίδασκε το λαό μέσα στο ναό και ευαγγέλιζε, να σταθούν ξαφνικά οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζί με τους πρεσβυτέρους 2 και να πουν προς αυτόν: «Πες μας με ποια εξουσία αυτά τα κάνεις ή ποιος είναι αυτός που σου έδωσε την εξουσία αυτή;» 3 Αποκρίθηκε τότε και είπε προς αυτούς: «Θα σας ρωτήσω κι εγώ ένα λόγο και πείτε μου: 4 Το βάφτισμα του Ιωάννη από τον ουρανό ήταν ή από τους ανθρώπους;» 5 Εκείνοι συλλογίστηκαν μεταξύ τους λέγοντας: «Αν πούμε: “Από τον ουρανό”, θα πει: “Γιατί δεν πιστέψατε σ’ αυτόν”; 6 Αν όμως πούμε: “Από τους ανθρώπους”, ο λαός όλος θα μας καταλιθοβολήσει, γιατί είναι πεισμένος πως ο Ιωάννης είναι προφήτης». 7 Και αποκρίθηκαν πως δεν ξέρουν από πού είναι. 8 Και ο Ιησούς τους είπε: «Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία αυτά τα κάνω».
9 Άρχισε λοιπόν να λέει προς το λαό αυτήν την παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε αμπελώνα και τον νοίκιασε σε γεωργούς και αποδήμησε για αρκετά χρόνια. 10 Και στον κατάλληλο καιρό απέστειλε προς τους γεωργούς ένα δούλο, για να του δώσουν μέρος από τον καρπό του αμπελώνα. Οι γεωργοί όμως τον ξαπόστειλαν με άδεια χέρια, αφού τον έδειραν. 11 Και πάλι έστειλε άλλο δούλο. Αυτοί, κι εκείνον, αφού τον έδειραν και τον ατίμασαν, τον ξαπόστειλαν με άδεια χέρια. 12 Και πάλι έστειλε τρίτο. Αυτοί, και τούτον, αφού τον τραυμάτισαν, τον πέταξαν έξω. 13 Είπε τότε ο κύριος του αμπελώνα: “Τι να κάνω; Θα στείλω το γιο μου τον αγαπητό· ίσως αυτόν ντραπούν”. 14 Όταν είδαν όμως αυτόν οι γεωργοί, διαλογίζονταν ο ένας με τον άλλο, λέγοντας: “Αυτός είναι ο κληρονόμος· να τον σκοτώσουμε, για να γίνει δική μας η κληρονομιά”. 15 Και αφού τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα, τον σκότωσαν. Τι λοιπόν θα κάνει σ’ αυτούς ο κύριος του αμπελώνα; 16 Θα έρθει και θα εξολοθρέψει τους γεωργούς αυτούς και θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους». Όταν το άκουσαν, τότε, είπαν: «Είθε ποτέ να μη γίνει». 17 Εκείνος τους κοίταξε μέσα στα μάτια και είπε: «Τι λοιπόν σημαίνει το γραμμένο αυτό: Λίθο που αποδοκίμασαν οι οικοδόμοι, αυτός έγινε ακρογωνιαίος λίθος; 18 Καθένας που πέσει πάνω σ’ εκείνο το λίθο θα συντριφτεί· ενώ πάνω σ’ όποιον πέσει, θα τον θρυμματίσει». 19 Και ζήτησαν οι γραμματείς και οι αρχιερείς να βάλουν πάνω του τα χέρια αυτήν την ώρα, αλλά φοβήθηκαν το λαό, γιατί κατάλαβαν ότι γι’ αυτούς είπε την παραβολή αυτή.
20 Και αφού παρατήρησαν προσεχτικά, απέστειλαν κατασκόπους που υποκρίνονταν οι ίδιοι πως είναι δίκαιοι, για να τον πιάσουν από ένα λόγο του, ώστε να τον παραδώσουν στην αρχή και στην εξουσία του ηγεμόνα. 21 Και τον επερώτησαν λέγοντας: «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι ορθά λες και διδάσκεις, και δεν είσαι προσωπολήπτης, αλλά αληθινά διδάσκεις την οδό του Θεού. 22 Επιτρέπεται εμείς να δώσουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι;» 23 Επειδή λοιπόν κατανόησε την πανουργία τους, είπε προς αυτούς: 24 «Δείξτε μου ένα δηνάριο· ποιανού έχει εικόνα και επιγραφή;» Εκείνοι είπαν: «Του Καίσαρα». 25 Εκείνος είπε προς αυτούς: «Συνεπώς, αποδώστε τα πράγματα του Καίσαρα στον Καίσαρα και τα πράγματα του Θεού στο Θεό». 26 Και δεν μπόρεσαν να του πιάσουν λόγο ενοχοποιητικό απέναντι στο λαό και, επειδή θαύμασαν για την απόκρισή του, σώπασαν.
27 Πλησίασαν τότε μερικοί από τους Σαδδουκαίους, που λένε αντίθετα από τους άλλους πως δεν υπάρχει ανάσταση, και τον επερώτησαν, 28 λέγοντας: «Δάσκαλε, ο Μωυσής μάς έγραψε: Αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει έχοντας γυναίκα, και αυτός είναι άτεκνος, να λάβει ο αδελφός του τη γυναίκα του και να φέρει απογόνους στον αδελφό του. 29 Ήταν λοιπόν εφτά αδελφοί. Και ο πρώτος, αφού έλαβε γυναίκα, πέθανε άτεκνος. 30 Και ο δεύτερος 31 και ο τρίτος την έλαβαν, ομοίως μάλιστα και οι εφτά, που δεν εγκατέλειψαν παιδιά, και πέθαναν. 32 Ύστερα, και η γυναίκα πέθανε. 33 Η γυναίκα, λοιπόν, κατά την ανάσταση, ποιανού από αυτούς θα γίνει γυναίκα; Γιατί και οι εφτά την είχαν γυναίκα». 34 Και είπε σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Οι γιοι του αιώνα τούτου νυμφεύονται και παντρεύονται, 35 αλλά εκείνοι που θα καταξιωθούν να επιτύχουν να ζήσουν σ’ εκείνον τον αιώνα και στην ανάσταση που είναι από τους νεκρούς ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται. 36 Γιατί ούτε να πεθάνουν πια δύνανται, επειδή είναι ίσοι με αγγέλους και είναι γιοι του Θεού, αφού είναι γιοι της ανάστασης. 37 Αλλά ότι εγείρονται οι νεκροί το μήνυσε και ο Μωυσής εκεί που μιλάει για τη βάτο, καθώς λέει Κύριο το Θεό του Αβραάμ και Θεό του Ισαάκ και Θεό του Ιακώβ. 38 Ο Θεός, λοιπόν, δεν είναι των νεκρών αλλά των ζωντανών, γιατί όλοι σε αυτόν ζουν». 39 Αποκρίθηκαν τότε μερικοί από τους γραμματείς και του είπαν: «Δάσκαλε, καλά τα είπες». 40 Γιατί δεν τολμούσαν πια να τον επερωτήσουν τίποτα.