Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) - Автор неизвестен (серия книг TXT) 📗
37 Και ενώ επρόκειτο να φερθεί μέσα στο φρούριο, λέει στον χιλίαρχο: Μου είναι επιτρεπτό να σου πω κάτι; Και εκείνος είπε: Ξέρεις Ελληνικά; 38 Δεν είσαι τάχα εσύ ο Αιγύπτιος, που πριν από τούτες τις ημέρες διέγειρες σε αποστασία και έβγαλες έξω στην έρημο τους 4.000 φονιάδες άνδρες; 39 Και ο Παύλος είπε: Εγώ είμαι άνθρωπος Ιουδαίος από την Ταρσό, πολίτης επίσημης πόλης τής Κιλικίας· και, σε παρακαλώ, δώσε μου την άδεια να μιλήσω προς τον λαό. 40 Και όταν τού έδωσε την άδεια, ο Παύλος, αφού στάθηκε στα σκαλοπάτια, έσεισε το χέρι στον λαό· και καθώς έγινε μεγάλη σιωπή, μίλησε στην Εβραϊκή διάλεκτο, λέγοντας:
Κεφάλαιον 22
1 Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε την απολογία μου, που αυτή τη στιγμή κάνω προς εσάς. 2 Και ακούγοντας ότι τους μιλούσε στην Εβραϊκή διάλεκτο, έδειξαν περισσότερη ησυχία· και είπε: 3 Εγώ μεν είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, γεννημένος στην Ταρσό τής Κιλικίας, έχω δε ανατραφεί σε τούτη την πόλη, κοντά στα πόδια τού Γαμαλιήλ, πήρα την παιδεία σύμφωνα με την ακρίβεια του πατροπαράδοτου νόμου, ήμουν ζηλωτής τού Θεού, όπως όλοι εσείς είστε σήμερα· 4 ο οποίος κατέτρεξα τούτη την οδό μέχρι θανάτου, δένοντας με αλυσίδες και παραδίνοντας σε φυλακές και άνδρες και γυναίκες· 5 καθώς και ο αρχιερέας δίνει μαρτυρία για μένα, και ολόκληρο το πρεσβυτέριο· από τους οποίους παίρνοντας και επιστολές προς τους αδελφούς, πορευόμουν στη Δαμασκό, για να φέρω δεμένους στην Ιερουσαλήμ και εκείνους που ήσαν εκεί, για να τιμωρηθούν.
6 Και οδοιπορώντας, ενώ πλησίαζα στη Δαμασκό, κατά το μεσημέρι, άστραψε ξαφνικά γύρω μου πολύ φως από τον ουρανό· 7 και έπεσα στο έδαφος, και άκουσα μια φωνή, που μου έλεγε: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; 8 Και εγώ αποκρίθηκα: Ποιος είσαι, Κύριε; Και μου είπε: Εγώ είμαι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που εσύ καταδιώκεις. 9 Αυτοί που ήσαν μαζί μου είδαν μεν το φως, και φοβήθηκαν υπερβολικά· τη φωνή, όμως, εκείνου που μου μιλούσε, δεν άκουσαν. 10 Και είπα: Τι να κάνω, Κύριε; Και ο Κύριος μου είπε: Αφού σηκωθείς, πήγαινε στη Δαμασκό· και εκεί θα σου λαληθεί για όλα όσα είναι διορισμένα να κάνεις. 11 Και επειδή, από τη λαμπρότητα εκείνου τού φωτός, δεν έβλεπα, χειραγωγούμενος από εκείνους που ήσαν μαζί μου, ήρθα στη Δαμασκό. 12 Και κάποιος Ανανίας, ένας ευσεβής άνθρωπος σύμφωνα με τον νόμο, έχοντας τη μαρτυρία από όλους τούς Ιουδαίους που κατοικούν εκεί, 13 ήρθε σε μένα, και, καθώς στάθηκε από πάνω μου, μου είπε: Σαούλ, αδελφέ, δες ξανά το φως σου· και εγώ, κατά την ίδια εκείνη ώρα, ξαναείδα το φως μου μπροστά σ' αυτόν. 14 Και εκείνος είπε: Ο Θεός των πατέρων μας σε διόρισε να γνωρίσεις το θέλημά του, και να δεις τον Δίκαιο, και να ακούσεις φωνή από το στόμα του· 15 επειδή, θα είσαι μάρτυρας γι' αυτό προς όλους τούς ανθρώπους, για όσα είδες και άκουσες. 16 Και, τώρα, γιατί βραδύνεις; Αφού σηκωθείς, βαπτίσου και καθαρίσου από τις αμαρτίες σου, με το να επικαλεστείς το όνομα του Κυρίου.
17 Και όταν επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ, ενώ προσευχόμουν μέσα στο ιερό, ήρθα σε έκσταση, 18 και τον είδα να μου λέει: Βιάσου και βγες γρήγορα από την Ιερουσαλήμ· επειδή, δεν θα παραδεχθούν τη μαρτυρία σου για μένα. 19 Και εγώ είπα: Κύριε, αυτοί ξέρουν ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα μέσα στις συναγωγές αυτούς που πίστευαν σε σένα· 20 και όταν χυνόταν το αίμα τού μάρτυρά σου, του Στεφάνου, ήμουν και εγώ παρών, και συμφωνούσα στον φόνο του, και φύλαγα τα ιμάτια εκείνων που τον φόνευαν. 21 Και μου είπε: Πήγαινε· επειδή, εγώ θα σε στείλω σε έθνη, μακριά.
22 Και μέχρι αυτό το σημείο τού λόγου, τον άκουγαν· τότε, όμως, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: Σήκωσε από τη γη έναν τέτοιον άνθρωπο· επειδή, δεν πρέπει να ζει. 23 Και επειδή αυτοί φώναζαν δυνατά, και τίναζαν τα ιμάτια, και έρριχναν σκόνη στον αέρα, 24 ο χιλίαρχος πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο, παραγγέλλοντας να εξεταστεί, μαστιγώνοντάς τον, ώστε να γνωρίσει για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του. 25 Και καθώς τον ξάπλωσαν δεμένον με τα λουριά, ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο, που παραστεκόταν: Είναι τάχα νόμιμο σε σας να μαστιγώνετε έναν άνθρωπο, που είναι Ρωμαίος και ακατάκριτος; 26 Και όταν το άκουσε ο εκατόνταρχος, πήγε και το ανήγγειλε στον χιλίαρχο, λέγοντας: Πρόσεχε τι πρόκειται να κάνεις· επειδή, ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος. 27 Αφού δε ήρθε κοντά του ο χιλίαρχος, είπε σ' αυτόν: Πες μου, Ρωμαίος είσαι εσύ; Και εκείνος είπε: Ναι. 28 Και ο χιλίαρχος αποκρίθηκε: Εγώ με πολλά χρήματα απέκτησα αυτή την πολιτογράφηση. Και ο Παύλος είπε: Εγώ, όμως, και γεννήθηκα Ρωμαίος. 29 Αμέσως, λοιπόν, αποσύρθηκαν απ' αυτόν εκείνοι που επρόκειτο να τον βασανίσουν. Και φοβήθηκε, μάλιστα, ο χιλίαρχος, όταν γνώρισε ότι είναι Ρωμαίος, και ότι τον είχε δέσει.
30 Την δε επόμενη ημέρα, θέλοντας να μάθει το βέβαιο, για ποιο ζήτημα κατηγορείται από τους Ιουδαίους, τον έλυσε από τα δεσμά, και πρόσταξε νάρθουν οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριό τους· και αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους.
Κεφάλαιον 23
1 Και ο Παύλος, ατενίζοντας στο συνέδριο, είπε: Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα μπροστά στον Θεό με κάθε καλή συνείδηση μέχρι τούτη την ημέρα. 2 Και ο αρχιερέας Ανανίας πρόσταξε εκείνους που παραστέκονταν κοντά του να χτυπήσουν το στόμα του. 3 Τότε, ο Παύλος είπε σ' αυτόν: Ο Θεός πρόκειται να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε· κι εσύ κάθεσαι να με κρίνεις σύμφωνα με τον νόμο, και παρανομώντας προστάζεις να με χτυπούν; 4 Και εκείνοι που παραστέκονταν είπαν: Τον αρχιερέα τού Θεού εξυβρίζεις; 5 Και ο Παύλος είπε: Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· επειδή, είναι γραμμένο: «Άρχοντα του λαού σου δεν θα κακολογήσεις». 6 Και όταν ο Παύλος κατάλαβε ότι το ένα μέρος είναι από Σαδδουκαίους, και το άλλο από Φαρισαίους, φώναξε δυνατά μέσα στο συνέδριο: Άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου· και κρίνομαι για ελπίδα και ανάσταση των νεκρών. 7 Και όταν το είπε αυτό, έγινε σχίσμα ανάμεσα στους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους· και το πλήθος διχάστηκε. 8 Επειδή, οι μεν Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε άγγελος ούτε πνεύμα· ενώ οι Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο. 9 Και έγινε μεγάλος θόρυβος· και καθώς οι γραμματείς σηκώθηκαν από το μέρος των Φαρισαίων, συζητούσαν θυμωμένα, λέγοντας: Δεν βρίσκουμε κανένα κακό σε τούτο τον άνθρωπο· αν, όμως, του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε. 10 Και επειδή έγινε μεγάλη διαμάχη, ο χιλίαρχος φοβούμενος μήπως ο Παύλος διασπαραχθεί απ' αυτούς, πρόσταξε να κατέβει το στράτευμα και να τον αρπάξει από ανάμεσά τους, και να τον φέρει στο φρούριο. 11 Και την ερχόμενη νύχτα, ο Κύριος, αφού φάνηκε σ' αυτόν ξαφνικά, είπε: Έχε θάρρος, Παύλο, επειδή, όπως έδωσες για μένα μαρτυρία στην Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει να δώσεις μαρτυρία και στη Ρώμη.
12 Και όταν έγινε ημέρα, μερικοί από τους Ιουδαίους, αφού συνωμότησαν, παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, λέγοντας ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου φονεύσουν τον Παύλο. 13 Και ήσαν περισσότεροι από 40 αυτοί που έκαναν τούτη τη συνωμοσία· 14 οι οποίοι, καθώς ήρθαν στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, είπαν: Αναθεματίσαμε τον εαυτό μας με ανάθεμα, να μη γευθούμε τίποτε, μέχρις ότου φονεύσουμε τον Παύλο. 15 Τώρα, λοιπόν, εσείς μαζί με το συνέδριο διαμηνύστε στον χιλίαρχο, να τον κατεβάσει αύριο σε σας, σαν να θέλετε να μάθετε με περισσότερη ακρίβεια τα όσα σχετίζονται μ' αυτόν· κι εμείς, πριν αυτός πλησιάσει, είμαστε έτοιμοι να τον φονεύσουμε. 16 Ακούγοντας, όμως, την ενέδρα ο γιος τής αδελφής τού Παύλου, πήγε, και μπαίνοντας στο φρούριο, το ανήγγειλε στον Παύλο. 17 Και ο Παύλος, αφού προσκάλεσε έναν εκατόνταρχο, είπε: Φέρε τούτον τον νέο στον χιλίαρχο· επειδή, έχει κάτι να του αναγγείλει. 18 Εκείνος, λοιπόν, παίρνοντάς τον, τον έφερε στον χιλίαρχο, και λέει: Ο δέσμιος Παύλος με φώναξε, και με παρακάλεσε να φέρω τούτον τον νέο, επειδή έχει κάτι να σου μιλήσει. 19 Και ο χιλίαρχος, αφού τον έπιασε από το χέρι, και αποσύρθηκε ιδιαιτέρως, ρώτησε: Τι είναι εκείνο που έχεις να μου αναγγείλεις; 20 Και εκείνος είπε ότι: Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσεις αύριο τον Παύλο στο συνέδριο, σαν να θέλουν να μάθουν κάτι με περισσότερη ακρίβεια γι' αυτόν· 21 εσύ, λοιπόν, μη πειστείς σ' αυτούς, επειδή περισσότεροι από 40 άνδρες απ' αυτούς τον ενεδρεύουν, οι οποίοι παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου τον φονεύσουν· και τώρα είναι έτοιμοι, προσμένοντας την υπόσχεση από σένα. 22 Ο χιλίαρχος, λοιπόν, απέλυσε τον νέο, αφού του παρήγγειλε: Μη πεις σε κανέναν ότι αυτά τα φανέρωσες σε μένα.