Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. (читать хорошую книгу полностью .txt) 📗
ΠΥΡΓΟΣ (диспетчер): Πιλότε με ακούς (пилот, ты меня слышишь; ακούω); Πιλότε με ακούς;
ΠΙΛΟΤΟΣ: Σε ακούω πες μου γρήγορα (слышу тебя, говори мне быстро; λέω)!
ΠΥΡΓΟΣ: Επανέλαβε μετά από μένα (повторяй за мной)! Επαναλαμβάνω (повторяю)! Επανέλαβε μετά από μένα!
ΠΙΛΟΤΟΣ: Ο. Κ, ακούω (окей, слушаю)!
ΠΥΡΓΟΣ: Πάτερ υμών (отче наш)…
ΠΙΛΟΤΟΣ: Πιλότος προς πύργο ελέγχου! Πιλότος προς πύργο ελέγχου! Βρίσκομαι 1500 πόδια από το έδαφος και πέφτω! Βλέπω μόνο θάλασσα! Επαναλαμβάνω! Βρίσκομαι 1500 πόδια από το έδαφος και πέφτω! Βλέπω μόνο θάλασσα! Τι να κάνω;
ΠΥΡΓΟΣ: Πιλότε με ακούς; Πιλότε με ακούς;
ΠΙΛΟΤΟΣ: Σε ακούω πες μου γρήγορα!
ΠΥΡΓΟΣ: Επανέλαβε μετά από μένα! Επαναλαμβάνω! Επανέλαβε μετά από μένα!
ΠΙΛΟΤΟΣ: Ο. Κ, ακούω!
ΠΥΡΓΟΣ: Πάτερ υμών…
Μια ξανθιά, πολύ εντυπωσιακή γυναίκα, μπαίνει στην τράπεζα και ζητά ένα δάνειο 5.000 ευρώ (одна блондинка, очень эффектная женщина, приходит в банк и просит кредит /в размере/ 5000 евро; η εντύπωση – впечатление; η τράπεζα). Πρέπει να φύγει για επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό για δύο εβδομάδες (она должна уехать в командировку: «рабочую поездку» за границу на две недели; φεύγω; η επάγγελμα – профессия; η εβδομάδα) και της χρειάζονται κάποια μετρητά (и ей нужны некоторые наличные; τα μετρητά). Ο υπάλληλος φαίνεται πρόθυμος να την εξυπηρετήσει (служащий, видимо, готов: «кажется готовым» ее обслужить; φαίνομαι; εξυπηρετώ), αλλά της λέει ότι για τη χορήγηση δανείου χρειάζεται να υπάρχει κάποια εγγύηση (но говорит ей, что для выдачи займа требуется, чтобы имелась: «существовала» какая-то гарантия; χορηγώ). Η ξανθιά τού δίνει τα κλειδιά μιας καινούριας Rolls Royce παρκαρισμένης έξω από την Τράπεζα (блондинка дает ему ключи от нового роллс-ройса, припаркованного около банка; παρκάρω) και μετά τον απαραίτητο έλεγχο για τη νομιμότητα της ιδιοκτησίας και όλα τα σχετικά από την πλευρά της τράπεζας (и после необходимой проверки законности собственности и всего прочего: «связанного» со стороны банка; ο έλεγχος; η πλευρά – сторона, бок; точка зрения, аспект), της χορηγούν το δάνειο με εγγύηση τη Rolls Royce (ей выдают займ под залог: «с гарантией» роллс-ройса). Η ξανθιά παίρνει τα λεφτά και φεύγει (блондинка берет деньги и уходит).
Τα στελέχη της Τράπεζας φαίνεται να το διασκεδάζουν (руководство банка это, похоже, позабавило), γελάνε σε βάρος της αφελούς ξανθιάς (они смеются насчет наивной блондинки; το βάρος – вес; σε βάρος κάποιου – за чей-л. счет, в ущерб кому-л.; αφελής) που έβαλε ως εγγύηση για ένα δάνειο μόλις 5.000 ευρώ ένα αυτοκίνητο πολλαπλάσιας αξίας (которая дала в залог: «как гарантию» под заем размером лишь 5000 евро автомобиль со стоимостью во много раз больше; πολλαπλασιάζω – умножать; увеличивать, множить; βάζω – класть, ставить; давать, предлагать; η αξία) και φροντίζουν ένας φύλακας να παραλάβει και να παρκάρει το αυτοκίνητο στο γκαράζ (и хлопочут о том, чтобы охранник взял и поставил автомобиль в гараж; φροντίζω – заботиться; хлопотать; παραλαμβάνω).
Μετά από δύο εβδομάδες, η ξανθιά ξαναμπαίνει στην Τράπεζα (спустя две недели блондинка снова приходит в банк; ξανα– – /прист./ снова, опять; μπαίνω), πάει στο ταμείο, επιστρέφει το ποσό του δανείου συν τόκο 15 ευρώ (идет в кассу, погашает: «возвращает» сумму кредита с процентами в 15 евро; το ποσό – количество; итог, сумма; ο τόκος), αλλά ο υπάλληλος της Τράπεζας δεν αντέχει να μην της πει (но служащий банка не выдерживает, чтобы не сказать ей; λέω): «Κυρία μου, χαίρομαι πολύ που συνεργαστήκαμε τόσο καλά (госпожа, я очень рад нашему сотрудничеству; συνεργάζομαι), όμως οφείλω να ομολογήσω ότι μας έχετε μπερδέψει λιγάκι (однако я должен признаться, что вы нас немного запутали; ομολογώ; μπερδεύω – путать, запутывать; сбивать с толку). Κάναμε έναν έλεγχο για τα οικονομικά σας και είδαμε ότι είστε πολυεκατομμυριούχος (мы проверили ваши финансы и увидели, что вы мультимиллионер; το εκατομμύριο – миллион; -ούχος – суффикс со знач. имеющий). Γιατί ζητήσατε δάνειο τέτοιου ύψους (зачем вы попросили кредит такого размера: «высоты»; ζητάω; το ύψος);».
Και η ξανθιά: «Μα πού αλλού θα μπορούσα να παρκάρω με 15 ευρώ τόσο ακριβό αυτοκίνητο για 2 βδομάδες (а где еще я бы смогла припарковать за 15 евро такой дорогой автомобиль на две недели; μπορώ; η βδομάδα) και όταν γυρίσω να το βρω στη θέση του (и, вернувшись, найти его на месте; γυρίζω – кружить/ся/, вращать/ся/; возвращаться; βρίσκω; η θέση);».
ΜΙΑ ξανθιά, πολύ εντυπωσιακή γυναίκα, μπαίνει στην τράπεζα και ζητά ένα δάνειο 5.000 ευρώ. Πρέπει να φύγει για επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό για δύο εβδομάδες και της χρειάζονται κάποια μετρητά. Ο υπάλληλος φαίνεται πρόθυμος να την εξυπηρετήσει, αλλά της λέει ότι για τη χορήγηση δανείου χρειάζεται να υπάρχει κάποια εγγύηση. Η ξανθιά τού δίνει τα κλειδιά μιας καινούριας Rolls Royce παρκαρισμένης έξω από την Τράπεζα και μετά τον απαραίτητο έλεγχο για τη νομιμότητα της ιδιοκτησίας και όλα τα σχετικά από την πλευρά της τράπεζας, της χορηγούν το δάνειο με εγγύηση τη Rolls Royce. Η ξανθιά παίρνει τα λεφτά και φεύγει.
Τα στελέχη της Τράπεζας φαίνεται να το διασκεδάζουν, γελάνε σε βάρος της αφελούς ξανθιάς που έβαλε ως εγγύηση για ένα δάνειο μόλις 5.000 ευρώ ένα αυτοκίνητο πολλαπλάσιας αξίας και φροντίζουν ένας φύλακας να παραλάβει και να παρκάρει το αυτοκίνητο στο γκαράζ.
Μετά από δύο εβδομάδες, η ξανθιά ξαναμπαίνει στην Τράπεζα, πάει στο ταμείο, επιστρέφει το ποσό του δανείου συν τόκο 15 ευρώ, αλλά ο υπάλληλος της Τράπεζας δεν αντέχει να μην της πει: «Κυρία μου, χαίρομαι πολύ που συνεργαστήκαμε τόσο καλά, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι μας έχετε μπερδέψει λιγάκι. Κάναμε έναν έλεγχο για τα οικονομικά σας και είδαμε ότι είστε πολυεκατομμυριούχος. Γιατί ζητήσατε δάνειο τέτοιου ύψους;».
Και η ξανθιά: «Μα πού αλλού θα μπορούσα να παρκάρω με 15 ευρώ τόσο ακριβό αυτοκίνητο για 2 βδομάδες και όταν γυρίσω να το βρω στη θέση του;».
Ήταν ένας τεμπέλης ο οποίος καθόταν σε ένα παγκάκι (жил: «был» один лентяй, который сидел на скамейке; κάθομαι; ο πάγκος – прилавок; скамья; -ακι – уменьшит. суффикс) και δε μπορούσε να κουνήσει ούτε το χέρι του (и не мог даже махнуть рукой; μπορώ; κουνώ – качать; махать, взмахивать)! Τον βλέπει ένας σκηνοθέτης ο οποίος έψαχνε έναν τεμπέλη για την ταινία του (его видит режиссер, который искал лентяя для своего фильма; ο σκηνοθέτης; ψάχνω) και πηγαίνει και του λέει (и идет и ему говорит): «Φίλε ψάχνω για ένα τεμπέλη, βρήκα εσένα (друг, я ищу лентяя, нашел тебя; βρίσκω)! Εσύ το μόνο που θα κανείς (ты единственное, что будешь делать) για να μπορέσω να γυρίσω την ταινία μου (чтобы я смог снять свой фильм; μπορώ; γυρίζω – вращать/ся/; γυρίζω ταινία – снимать фильм) θα κουνήσεις το χέρι σου (махнешь рукой; κουνώ – качать; махать) για να διώξεις μια μύγα που θα σε ενοχλεί, οκ; (чтобы прогнать муху, которая тебе надоедает, окей; διώχνω)»
Και λέει αυτός (а тот и говорит): «Ρε φίλε (ну, друг) εσύ δε θες ηθοποιό αλλά κασκαντέρ (ты хочешь не актера, а каскадера; θες = θέλεις; ο ηθοποιός)!»
Ήταν ένας τεμπέλης ο οποίος καθόταν σε ένα παγκάκι και δε μπορούσε να κουνήσει ούτε το χέρι του!!! Τον βλέπει ένας σκηνοθέτης ο οποίος έψαχνε έναν τεμπέλη για την ταινία του και πηγαίνει και του λέει: «Φίλε ψάχνω για ένα τεμπέλη, βρήκα εσένα! Εσύ το μόνο που θα κανείς για να μπορέσω να γυρίσω την ταινία μου θα κουνήσεις το χέρι σου για να διώξεις μια μύγα που θα σε ενοχλεί! οκ;» Και λέει αυτός: «Ρε φίλε εσύ δε θες ηθοποιό αλλά κασκαντέρ!»